Η κρίση και οι δίαυλοι διάχυσης
H πολιτική και δημοσιονομική κρίση που εξελίσσεται στη Γαλλία εγείρει εύλογους προβληματισμούς για τις πιθανότητες μετάδοσής της στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η βασικότερη αρνητική επίπτωση που παρατηρήθηκε τον τελευταίο μήνα ήταν η αύξηση τόσο των αποδόσεων των γαλλικών ομολόγων όσο και του spread με τα αντίστοιχα γερμανικά χρεόγραφα, που αποτελούν το σημείο αναφοράς για την ευρωπαϊκή αγορά. Σε αυτήν τη φάση δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις για το τι μέλλει γενέσθαι στη γαλλική πολιτική σκηνή και για το μείγμα των μέτρων που απαιτούνται για τη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού (-5,4%/ΑΕΠ) και τη διαχείριση του αυξανόμενου δημόσιου χρέους (πρόβλεψη για φέτος στο 116,5%/ΑΕΠ από 113% το 2024). Ομολογουμένως δύσκολη άσκηση καθώς η Γαλλία τρέχει τα τελευταία 25 χρόνια με ελλείμματα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο, ενώ το 60% των γαλλικών χρεογράφων βρίσκεται σε χέρια ξένων επενδυτών τη στιγμή που οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους για το 2026 ανέρχονται σε περίπου 21 δισ. €, χωρίς να υπολογίζονται οι ανάγκες κάλυψης του ελλείμματος.
Τούτων δοθέντων οι «κίνδυνοι» για την Ελλάδα προέρχονται από την πιθανότητα αναστάτωσης στις αγορές ομολόγων και στη μετάδοσή της σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, οι χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες και η ύπαρξη του κεφαλαιακού αποθέματος («μαξιλάρι» ασφαλείας) αποτελούν βασικά εργαλεία για τη μείωση τυχόν αρνητικών επιδράσεων. Παρ’ όλα αυτά η αυξημένη μεταβλητότητα και η πιθανή αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, έστω παροδικά, δεν μπορούν να αποκλειστούν ως ενδεχόμενα.
Μια δεύτερη πιθανή επίπτωση είναι η επιδείνωση των ρυθμών ανάπτυξης της γαλλικής οικονομίας, λόγω των περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων και της αβεβαιότητας, να προκαλέσει τη μείωση της ζήτησης για εισαγωγές, και κατ’ επέκταση μείωση των ελληνικών εξαγωγών προς τη Γαλλία. Επιπρόσθετα η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των γάλλων πολιτών ενδέχεται να προκαλέσει τη μείωση των τουριστικών αφίξεων προς την Ελλάδα και της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης.
Μια πιθανή πολιτική επίδραση μπορεί να προέλθει από την επίδραση της διαφαινόμενης κρίσης στο πλαίσιο λήψης των αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια από τις αιτίες της λήψης περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων είναι η αύξηση των αμυντικών δαπανών, ενώ αξίζει να καταγραφεί ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη Γερμανία. Στην περίπτωση πρόκλησης κρίσης και μετάδοσης της αβεβαιότητας δεν αποκλείεται στο τέλος της ημέρας να αποφασιστεί η κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους του κόστους να αναληφθεί μέσω κοινού δανεισμού ή με την αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, γεγονός που θα ευνοήσει και την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά ουδείς μπορεί να αποκλείσει το αρνητικό σενάριο π.χ. αυστηροποίηση κανόνων τήρησης του Συμφώνου Σταθερότητας, μείωση του προϋπολογισμού κ.ά.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η όποια επιδείνωση της κρίσης στη Γαλλία ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, επομένως και την Ελλάδα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα σε περιορισμένο βαθμό. Τις πιο σημαντικές επιδράσεις αναμένεται να τις δούμε στις αγορές ομολόγων, με πιο πιθανή την αύξηση του κόστους δανεισμού. Ωστόσο επειδή η ιστορία έχει αποδείξει ότι η Ευρώπη προοδεύει μέσα από τις κρίσεις της, ίσως να ξαναδοθεί η ευκαιρία στις ευρωπαϊκές ηγεσίες να προωθήσουν επιτέλους τις κατάλληλες πολιτικές για την από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων και των προκλήσεων του μέλλοντος.
* Ο Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος