Εκτόξευση τιμών σε ψάρια και θαλασσινά – Πόσο μειώθηκε η κατανάλωση – Τι δείχνει έρευνα
Αν και τα ψάρια και θαλασσινά παραμένουν βασικό διατροφικό συστατικό όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην πλειοψηφία των Ευρωπαίων, παρόλα αυτά για τους περισσότερους έχουν μετατραπεί σε είδος πολυτελείας, με αποτέλεσμα το 58% των καταναλωτών να τα τρώνε μόλις μια φορά το μήνα.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του ευρωβαρόμετρου, η οποία πραγματοποιήθηκε το δίμηνο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2024 στις 27 χώρες της ΕΕ, οι αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών, οι οικονομικές πιέσεις αλλά και η γεωγραφική εγγύτητα στη θάλασσα διαμορφώνουν σημαντικά την κατανάλωση και τις αγοραστικές συνήθειες. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι το στοιχείο ότι μεγάλο μέρος των καταναλωτών στρέφονται προς τα προϊόντα, που έχουν προσιτή τιμή, όπως τα κατεψυγμένα ή οι κονσέρβες.
Ενώ αυτά τα προϊόντα παραμένουν βασικό στοιχείο στην ευρωπαϊκή διατροφή η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για τις συνήθειες των καταναλωτών της ΕΕ σχετικά με τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, αποκαλύπτει μείωση στη συνολική συχνότητα κατανάλωσης συγκριτικά με την αντίστοιχη έρευνα που διενήργησε το 2021.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των 26.510 ερωτηθέντων, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές και δημογραφικές ομάδες, μόνο το ένα τρίτο καταναλώνει ψάρια και θαλασσινά τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, καταγράφοντας μείωση κατά 4% σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα. Το ποσοστό των ερωτηθέντων που δεν καταναλώνουν ποτέ προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας στο σπίτι έχει αυξηθεί στο 15% (άνοδος κατά 4% από το 2021).
Τροχοπέδη το κόστος
Το κόστος (55%) και η εμφάνιση (52%) είναι οι κυριότεροι παράγοντες για την αγορά ψαριών και θαλασσινών, με το κόστος να ξεπερνά την εμφάνιση σε σχέση με το 2021.
Ενώ το 78% των ερωτηθέντων έχει παρατηρήσει αύξηση των τιμών, το 54% είναι διατεθειμένο να πληρώσει περισσότερα για προϊόντα αειφόρου προέλευσης. Εν τω μεταξύ, το 49% τείνει να αντικαθιστά τα ψάρια και τα θαλασσινά με κρέας ή άλλες πρωτεΐνες όταν οι τιμές αυξάνονται.
Τα άτομα της ανώτερης μεσαίας και ανώτερης τάξης δείχνουν μεγαλύτερη προθυμία να πληρώσουν επιπλέον για βιώσιμα προϊόντα σε σύγκριση με τις κατώτερες τάξεις (71-73% έναντι 42-58% αντίστοιχα), γεγονός που υποδηλώνει ότι οι οικονομικοί περιορισμοί ενδέχεται να επηρεάζουν τη στάση απέναντι στη βιωσιμότητα.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι το κόστος επηρεάζει τις αποφάσεις των καταναλωτών, οδηγώντας σε πιο προσεκτικές αποφάσεις στις δαπάνες τους λόγω του τρέχοντος οικονομικού πλαισίου. Για το λόγο αυτό, η αγορά και η κατανάλωση κατεψυγμένων και κονσερβοποιημένων προϊόντων ξεπερνά τα φρέσκα προϊόντα, πιθανότατα λόγω της ευκολίας και της οικονομικής τους τιμής.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, οι περισσότεροι ερωτηθέντες δηλώνουν ότι έχουν αντιληφθεί αύξηση της τιμής των ψαριών ή οστρακοειδών πρόσφατα. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στην Πορτογαλία (88%), ενώ ακολουθεί η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ισπανία με το ποσοστό να φτάνει στο 87%. Το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφεται στη Σλοβενία (56%), τη Ρουμανία (57%) και την Τσεχία (66%).
Σε έξι κράτη μέλη της ΕΕ, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, τουλάχιστον το 50% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η κατανάλωσή τους σε ψάρια ή οστρακοειδή έχει μειωθεί πρόσφατα. Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται η Μάλτα και η Πολωνία με 54%, ενώ ακολουθεί η Ελλάδα με 53%, η Βουλγαρία και η Κύπρος με 51% και η Ιταλία με 50%. Το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφεται στο Λουξεμβούργο (27%), τις Κάτω Χώρες (23%) και τη Σλοβενία (22%).
Αντίστοιχα, σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, λιγότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες δηλώνουν ότι δεν δίνουν προσοχή στην τιμή όταν αγοράζουν ψάρια ή οστρακοειδή. Τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγράφονται στην Αυστρία (45%), τις Κάτω Χώρες (42%) και το Λουξεμβούργο (41%). Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα και η Πορτογαλία είναι οι δύο χώρες που καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά καθώς μόλις το 18% δεν προσέχει την τιμή, ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (19%).
Η διαφορά στη… συνήθεια
Ενώ οι καταναλωτικές και αγοραστικές συνήθειες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, τα παράκτια έθνη όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία αναφέρουν τα υψηλότερα ποσοστά εβδομαδιαίας κατανάλωσης (64% και 59%, αντίστοιχα), ενώ τα έθνη που δεν έχουν θάλασσα, όπως η Ουγγαρία και η Αυστρία, αναφέρουν ελάχιστη εβδομαδιαία συμμετοχή (2% και 9%).
Οι ερωτηθέντες που ζουν σε απόσταση μικρότερη των 5 χιλιομέτρων από την ακτή είναι πιθανότερο να καταναλώνουν μηνιαίως ψάρια και θαλασσινά (79%), σε σχέση με εκείνους που ζουν σε απόσταση μεγαλύτερη των 200 χιλιομέτρων (49%).
Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι όσοι ζουν πιο κοντά στην ακτή είναι πιο πιθανό να προτιμούν προϊόντα που αλιεύονται άγρια από τα εκτρεφόμενα (43% σε απόσταση 5 χιλιομέτρων έναντι 27% σε απόσταση 200 χιλιομέτρων). Οι ερωτηθέντες από μεσόγειες χώρες δείχνουν μεγαλύτερη αδιαφορία σχετικά με το εάν τα ψάρια και τα θαλασσινά αλιεύονται άγρια ή εκτρέφονται.
Την ίδια στιγμή, οι πρακτικές και συγκεκριμένες πληροφορίες για το προϊόν στις ετικέτες παραμένουν απαραίτητες για τους μισούς από τους ερωτηθέντες: ημερομηνία λήξης, όνομα είδους, μέθοδος παραγωγής (άγρια ή εκτρεφόμενη) και προέλευση είναι οι πιο αναμενόμενες πληροφορίες, τόσο για τα μεταποιημένα όσο και για τα μη μεταποιημένα προϊόντα. Οι ερωτηθέντες αναζητούν πιο λεπτομερείς ετικέτες, με το 69% από αυτούς να θεωρούν σημαντικό να συμπεριλάβουν την ημερομηνία αλίευσης ή συγκομιδής για όλα τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Επιπλέον, το 36% θα ήθελε περισσότερες περιβαλλοντικές πληροφορίες, δηλαδή μείωση κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες από το 2021.
Τρώτε φύκια;
Για πρώτη φορά, το φετινό ειδικό Ευρωβαρόμετρο περιλάμβανε ερωτήσεις σχετικά με την κατανάλωση φυκιών.
Αν και τα φύκια και τα προϊόντα του δεν έχουν γίνει ακόμη αποδεκτά, τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων τα έχουν καταναλώσει τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο χρόνο, κυρίως σε μορφή ρολού ή περιτυλίγματος (π.χ. σούσι). Στους μισούς από τους ερωτηθέντες αρέσει η γεύση τους και το ένα τρίτο πιστεύει ότι τα φύκια είναι ευεργετικά για την υγεία.
Ειδικότερα, οι περισσότεροι ερωτηθέντες καταναλώνουν προϊόντα φυκιών το πολύ δύο φορές το μήνα, ενώ περίπου τρεις στους δέκα δεν τα καταναλώνουν ποτέ.
Σχεδόν οι μισοί καταναλώνουν αυτά τα προϊόντα λιγότερο από μία φορά το μήνα (48%), ενώ περίπου το ένα δέκατο το κάνει μία ή δύο φορές το μήνα (11%). Στο άλλο άκρο, μια μειοψηφία τα καταναλώνει αρκετές φορές την εβδομάδα (2%).
Από την άλλη πλευρά, ένα σημαντικό μέρος των ερωτηθέντων περιλαμβάνει σπάνια ή ποτέ προϊόντα φυκιών ή άλγης στη διατροφή του. Για την ακρίβεια, το 6% δεν τα έχει καταναλώσει τον τελευταίο χρόνο, ενώ πάνω από το ένα τέταρτο δηλώνει ότι δεν τα έχει καταναλώσει ποτέ (27%).
Σε 7 κράτη μέλη της ΕΕ, τουλάχιστον το ένα δέκατο των ερωτηθέντων αναφέρει ότι καταναλώνει προϊόντα φυκιών ή άλγης (αποξηραμένα ή φρέσκα) τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Το υψηλότερο ποσοστό των ερωτηθέντων αναφέρεται στη Μάλτα και την Πολωνία (και οι δύο 15%) και ακολουθούν η Αυστρία, η Ιταλία και το Λουξεμβούργο (από 11%).
Στο άλλο άκρο της κλίμακας, ένα πενιχρό ποσοστό αναφέρεται στην Ελλάδα (1%), τη Σουηδία και τη Φινλανδία (και οι δύο 2%) και ακολουθούν η Γερμανία και η Σλοβενία (4%).
Πηγή: OT