Ο απόηχος δύο συναντήσεων περί τη Μέση Ανατολή
Δύο συναντήσεις, μία στην Αγκυρα και μία στην Ουάσιγκτον, συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον των αναλυτών των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Ο μεταβατικός πλέον πρόεδρος της Συρίας Αχμέντ αλ-Σάρα συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αυτή ήταν η δεύτερη – μετά το Ριάντ – επίσκεψη του Αλ-Σάρα στο εξωτερικό μετά την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του. Οι διμερείς στρατιωτικές και εμπορικές σχέσεις αλλά και η συριακή πτυχή του κουρδικού ζητήματος κυριάρχησαν στις συνομιλίες. Η τουρκική πλευρά φέρεται να ζήτησε τη σύναψη αμυντικού συμφώνου κατά τα πρότυπα της Λιβύης, την ίδρυση τουρκικών αεροπορικών βάσεων στην κεντρική και ανατολική Συρία, αλλά και τη χρήση του συριακού εναερίου χώρου από την τουρκική αεροπορία. Ως προς τις διμερείς εμπορικές σχέσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου μεταξύ Συρίας και Τουρκίας είχε υπογραφεί κατά την ακμή των διμερών σχέσεων τη δεκαετία του 2000 και είχε επιτρέψει τη μεγάλη αύξηση των τουρκικών εξαγωγών προς τη Συρία. Η πρόσφατη επιβολή δασμών στα εισαγόμενα τουρκικά προϊόντα αποτέλεσε δυσάρεστη έκπληξη στην Αγκυρα για όσους πίστευαν ότι η νέα συριακή κυβέρνηση θα αποτελέσει πειθήνιο όργανο της Τουρκίας. Οσον αφορά το κουρδικό στοιχείο στη μετά Ασαντ Συρία, οι συνομιλίες σχετίζονταν και με την τακτική «μαστιγίου και καρότου», την οποία ο πρόεδρος Ερντογάν ακολουθεί στο εσωτερικό μέτωπο με σκοπό να πειθαναγκάσει το φιλοκουρδικό πολιτικό κίνημα της Τουρκίας να συνεργασθεί μαζί του. Η συμφωνία στην ανάγκη πατάξεως της διεθνούς τρομοκρατίας πάντως είχε και ειρωνική χροιά, καθώς ο Αλ-Σάρα προσώρας παραμένει στους καταλόγους καταζητουμένων τρομοκρατών τόσο στη Δύση, όσο και στην Τουρκία. Αξιοσημείωτο ήταν και ότι το πρόγραμμα της επισκέψεως του σύρου ηγέτη δεν περιελάμβανε επίσκεψη στο Μαυσωλείο του Κεμάλ Ατατούρκ, κάτι που αποτελούσε κατά το παρελθόν υποχρεωτικό τμήμα του πρωτοκόλλου των επισκέψεων ξένων ηγετών στην πρωτεύουσα της Τουρκίας.
Περισσότερο εντυπωσιακός ήταν ο απόηχος της συναντήσεως του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ με τον πρώτο επισκέπτη του στον Λευκό Οίκο, τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου. Η πρόταση να αναλάβει ο αμερικανικός στρατός τη διοίκηση της Λωρίδος της Γάζας, να εκτοπισθούν οι νόμιμοι κάτοικοι της περιοχής και να μετατραπεί η περιοχή σε διεθνές τουριστικό θέρετρο δεν είναι απλώς κατάφωρη παραβίαση θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου. Είναι και απολύτως μη ρεαλιστική, καθώς πέραν της κυβερνήσεως Νετανιάχου ουδείς θα συνηγορούσε σε ένα τέτοιο σχέδιο, πολλώ μάλλον θα διέθετε και πόρους για την υλοποίησή του.
Χαρακτηριστική ήταν η άμεσος απόρριψη της προτάσεως από τη Σαουδική Αραβία, ο βαρύνων περιφερειακός ρόλος της οποίας καθίσταται όλο και πλέον εμφανής. Ενδεικτική πάντως της περιφρονήσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση και πέραν του Παλαιστινιακού είναι και η απόφαση για τη διάλυση του κρατικού οργανισμού διεθνούς ανθρωπιστικής βοηθείας (USAid), η οποία θα πλήξει εκατομμύρια αναξιοπαθούντες ανά τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ο κυνισμός και η απανθρωπία, πάγια χαρακτηριστικά της μεσανατολικής πολιτικής και βασικοί λόγοι της αποτυχίας κάθε ειρηνευτικής διαδικασίας, φαίνεται ότι εξάγεται και στον υπόλοιπο πλανήτη.
Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ