Προβληματικό το έργο
Η πολιτική σκηνή, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, θυμίζει έργο από την ιστορικού περιεχομένου δραματουργία του Σαίξπηρ. Εννοώ τα λεγόμενα ιστορικά έργα του βάρδου, που πραγματεύονται τη μακρά δυναστειακή διαμάχη για τον αγγλικό θρόνο, κατά τον 15ο αιώνα, η οποία έμεινε στην ιστορία ως «Πόλεμος των Ρόδων». Οι αναλογίες είναι εμφανείς, επιτρέψτε μου να τις παρουσιάσω.
Εχουμε, κατ’ αρχάς, έναν ηγεμόνα (στον ρόλο ο Κυριάκος Μητσοτάκης), ο οποίος δείχνει πανίσχυρος, αλλά ξαφνικά καταλαβαίνει ότι δεν είναι και απειλείται. Εχουμε έναν διεκδικητή του θρόνου (Νίκος Ανδρουλάκης), ο οποίος δεν έχει την απαραίτητη δύναμη για να ανατρέψει τον ηγεμόνα και, επίσης, δείχνει σχετικά απρόθυμος στον ρόλο. Εν πάση περιπτώσει, όμως, πιεζόμενος από τις περιστάσεις το έχει δηλώσει ότι διεκδικεί τον θρόνο. Εχουμε, τέλος, ένα τσούρμο από ημίτρελους βαρόνους, κόμητες και δούκες (τα υπόλοιπα κόμματα), που είναι έτοιμοι να εξεγερθούν, αλλά μισούνται μεταξύ τους και δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Επιπλέον, υπάρχουν και οι κρυφές διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό των αντίπαλων παρατάξεων: η εξωτερική αντιπαλότητα αντανακλάται στο εσωτερικό με τη μορφή συνωμοσιών που εξυφαίνονται πίσω από την πλάτη των αρχηγών. Εχουμε, δηλαδή, στη μεν ΝΔ τον Νίκο Δένδια, στο δε ΠΑΣΟΚ τον Παύλο Γερουλάνο (γνωστός και ως Τσακαλώτος του ΠΑΣΟΚ), ο καθένας των οποίων με τον τρόπο του υποσκάπτει μεθοδικά την ενότητα που προβάλλει ο αρχηγός του.
Στο σημείο αυτό οι ομοιότητες εξαντλούνται και ξεκινούν οι διαφορές του έργου που παρακολουθούμε σε σχέση με τα ιστορικά έργα του Σαίξπηρ. Η εμφανέστερη είναι ότι εδώ έχουμε πληθώρα κωμικών χαρακτήρων. Σε όλα τα «σοβαρά» έργα του Σαίξπηρ, είτε για τραγωδίες πρόκειται είτε για τα ιστορικά, υπάρχουν σύντομες κωμικές σκηνές ή κωμικοί χαρακτήρες, κατά κανόνα με τον σκοπό να εκτονώνεται η ένταση που συσσωρεύεται από την εξέλιξη του δραματος. Ακόμη και στον «Μακμπέθ», τον γνωστότερο σε εμάς στην εξελληνισμένη εκδοχή του ως «Μάκβεθ», δηλαδή στο πιο σκοτεινό έργο του Σαίξπηρ, υπάρχει μια κωμική ατάκα. Ομως, στο δικό μας έργο το έχουμε παρακάνει! Είναι τόσο πολλά τα νούμερα και τα ψώνια που έχουν μαζευτεί στη σκηνή (μιλώ για ρόλους και όχι για πρόσωπα), ώστε αλλάζει ο χαρακτήρας του έργου, μπερδεύονται τα όρια του τραγικού και του κωμικού, μέχρι που χάνονται τελείως.
Αν, λοιπόν, το έργο μας ήταν σαιξπηρικό, οι φιλόλογοι θα το κατέτασσαν μάλλον στα λεγόμενα προβληματικά έργα του δραματουργού (π.χ. η γνωστή σε όλους μας «Καταιγίδα»), εκείνα δηλαδή των οποίων ο χαρακτήρας δεν είναι σαφής. Τέτοιο είναι και το δικό μας. Αυτά τα έργα δεν έχουν πάντα καλό τέλος, όπως στις κωμωδίες που ο κάθε χαρακτήρας στο τέλος παίρνει εκείνο που του αξίζει. Παρακολουθώ λοιπόν με αγωνία, γιατί υπάρχει και κάτι ακόμη – χειρότερο, φοβάμαι – που το άφησα για το τέλος. Το έργο έχει σκηνή και χαρακτήρες, αλλά δεν έχει ούτε κείμενο ούτε σκηνοθέτη. Ο καθένας όπως θέλει και μπορεί, όλες οι λαβές επιτρέπονται. Πώς να μην έχεις αγωνία;
PIMP
Διασκεδάζω όσο δεν φαντάζεστε με τον θόρυβο για την εμφάνιση, στην τελετή των βραβείων Γκράμι, του διάσημου μαύρου ράπερ, που θαυμάζει τον Χίτλερ, με μια γυμνή, βουβή, ανέκφραστη και λίαν καλλίγραμμη κυρία, την οποία περιφέρει σαν να ήταν ζωάκι συντροφιάς. Οι αμερικανοί σχολιαστές έχουν λυσσάξει και με το δίκιο τους, διότι αν αυτό δεν είναι ο σεξισμός στη χυδαιότερη μορφή του, τότε το έχουμε χάσει. Κανείς όμως δεν τολμά να αναφέρει ότι η εικόνα του Κάνιε Γουέστ – σιωπηλός, βαρύς κι ασήκωτος – με την ξεβράκωτη να ακολουθεί σαν σκύλος παραπέμπει στην τυπική εικόνα του μαύρου «pimp», που τον φανταζόμαστε να φοράει γούνα και να οδηγεί μια ροζ Κάντιλακ. Παρότι η περίπτωσή του έρχεται ακριβώς στα μέτρα του στερεότυπου «pimp», κανείς δεν θίγει αυτή τη διάσταση, την τόσο προφανή. Ισως επειδή στις ΗΠΑ κάτι τέτοιο θα το θεωρούσαν εκδήλωση ρατσισμού. Μετά απορούμε γιατί βγήκε ο Τραμπ…