Αύξηση της ζήτησης για πλοία μεταφοράς LNG
Θα «πλημμυρίσουν» τον πλανήτη με υγροποιημένο φυσικό αέριο οι ΗΠΑ μετά την απόφαση του προέδρου Τραμπ να στραφεί και πάλι στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο ως βάση της ενεργειακής ανάπτυξης των ΗΠΑ, μετά το «πάγωμα» των επενδυτικών σχεδίων που είχε επιβάλει ο Τζο Μπάιντεν.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι τουλάχιστον έξι έργα υγροποίησης φυσικού αερίου μπορεί να λάβουν φέτος την τελική επενδυτική απόφαση, ενώ οι ΗΠΑ είναι ήδη ο μεγαλύτερος παραγωγός υγροποιημένου φυσικού αερίου στον κόσμο. Η χώρα παρήγαγε πέρυσι περισσότερους από 88 εκατ. τόνους, με το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ να δηλώνει ότι οι εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, οι οποίες έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία πέντε χρόνια, θα διπλασιαστούν μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας και ενδεχομένως θα διπλασιαστούν και πάλι στη συνέχεια.
Ο πρώην επικεφαλής της Liberty Energy Κρις Ράιτ ορίστηκε από τον Τραμπ ως επικεφαλής στο υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ, ο οποίος δήλωσε ότι πρώτη προτεραιότητά του αποτελεί η επέκταση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας, μεταξύ άλλων του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και της πυρηνικής ενέργειας.
Το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ εκδίδει τις άδειες εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου και θα μπορούσε φέτος να προχωρήσει στην αδειοδότηση έξι έργων, η παραγωγή των οποίων θα προκαλέσει ζήτηση για περισσότερα από 120 επιπλέον πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG Carriers) αυτή τη δεκαετία, αναφέρει η εταιρεία συμβούλων Clarksons Securities. Η δυναμικότητα των έργων αυτών φτάνει τα 56 εκατ. τόνους ετησίως και θα μπορούσαν να λάβουν τις τελικές επενδυτικές αποφάσεις για την ανάπτυξή τους το 2025.
Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να δημιουργήσει ζήτηση για 80 έως 126 πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου, με αναμενόμενες παραδόσεις έως το 2029, ανέφερε η Clarksons. Tα νέα πλοία θα είναι επιπλέον των 39 νεότευκτων πλοίων που εκτιμά ότι απαιτούνται μέχρι το 2027 με 2028 για να εξυπηρετήσουν τρία υπό κατασκευή έργα υγροποίησης – το Port Arthur Phase 1 της Sempra LNG στο Τέξας, το NextDecade Rio Grande LNG στο Τέξας και το Plaquemines LNG Phase 2 LNG στη Λουιζιάνα, το οποίο αναπτύσσεται από τη Venture Global LNG.
Τα ναυπηγεία
H πρόσθετη ζήτηση για πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου θα ασκήσει πρόσθετη πίεση στη διαθεσιμότητα των ναυπηγείων, οδηγώντας ενδεχομένως τις τιμές των νεότευκτων LNG Carriers σε νέα ύψη.
Σημειώνεται ότι ένα από τα πρώτα διατάγματα που υπέγραψε ο πρόεδρος Τραμπ αφορούσε την ανάπτυξη του LNG και την επανάληψη της επεξεργασίας των αιτήσεων αδειών εξαγωγής για νέα έργα υγροποιημένου φυσικού αερίου. Το διάταγμα ανατρέπει ουσιαστικά το «πάγωμα» των επενδύσεων στον τομέα που είχε επιβάλει ο πρώην πρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Οι επενδυτές ζητούσαν εγκρίσεις για νέα έργα εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Ευρώπη και στην Ασία. Το «πάγωμα» τέθηκε σε ισχύ πριν από έναν χρόνο, θέτοντας σε αναστολή περισσότερους από 110 εκατ. τόνους προγραμματισμένης και εγκεκριμένης νέας υγροποίησης.
Οι αποφάσεις ελήφθησαν υπό το σκεπτικό ότι η περαιτέρω επέκταση των αμερικανικών εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου θα έβλαπτε τις παγκόσμιες προσπάθειες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, θα αποδεικνυόταν δαπανηρή για τους αμερικανούς καταναλωτές και ενδέχεται να μην είναι απαραίτητη για την κάλυψη της παγκόσμιας ζήτησης.
Οι αντιδράσεις
Ωστόσο η πολιτική «Drill baby drill» του νέου προέδρου συναντά και αντιδράσεις. Η Gillian Giannetti, δικηγόρος στο NRDC (Συμβούλιο Υπεράσπισης Φυσικών Πόρων), δήλωσε ότι η απόφαση του προέδρου να συνεχίσει την εξαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου είναι βαθιά λανθασμένη. Η επέκταση της παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου, πρόσθεσε η Giannetti, βαθαίνει την εξάρτηση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα σε μια εποχή «που χρειαζόμαστε επειγόντως τη μετάβαση σε καθαρή ενέργεια». Οι δραστηριότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου συμβάλλουν στην επικίνδυνη ρύπανση του κλίματος, βλάπτουν τη δημόσια υγεία και αυξάνουν το ενεργειακό κόστος για τις αμερικανικές οικογένειες – όλα αυτά ενώ εγκλωβίζουν τις κοινότητες που βρίσκονται κοντά στις εγκαταστάσεις αυτές σε μακροχρόνιους περιβαλλοντικούς και οικονομικούς κινδύνους, όπως τόνισε.