Η συγκίνηση ως δικαστική απόφαση
Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση μετά τα μεγάλα συλλαλητήρια για τα Τέμπη, βλέπω ότι κυριαρχεί μια φιλολογία που επιδιώκει να πείσει ότι η συμμετοχή πολιτών στις διαδηλώσεις ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης λαϊκής συγκίνησης για την απώλεια των 57 νεκρών τη νύχτα του τρομερού δυστυχήματος και δεν είναι σωστό να τη βλέπει κανείς και να την κρίνει ως πολιτική δήλωση. Με το γενικό σκεπτικό αυτής της θέσης δεν διαφωνώ. Διαφωνώ όμως με το ότι, στο όνομα της συγκίνησης, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αρκούνται στο πάνδημο αίτημα για δικαιοσύνη αλλά ήδη έχουν εκδώσει τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση – στο όνομα του λαού που διαδήλωσε.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του ΠΑΣΟΚ, έδωσαν το νόημα που ήθελαν στο συλλαλητήριο επιδιώκοντας να καρπωθούν τη διαμαρτυρία ως τελεσίδικη καταδίκη της κυβέρνησης. Η οποία εμφανίζεται ως ένοχη του «εγκλήματος», όπως αποκαλείται το δυστύχημα, συγκαλύπτοντας μάλιστα σημαντικές πτυχές του. Επιδιώκουν μάλιστα τα κόμματα της αντιπολίτευσης να δώσουν στη διαμαρτυρία αυτή που εμφανίζεται ταυτόχρονα ως προϊόν συγκίνησης, ως πολιτική δήλωση και ως ετυμηγορία ενοχής της κυβέρνησης, υπερκομματικά χαρακτηριστικά. Εθνικά.
Οπως τα χρόνια της χρεοκοπίας, όταν η αντίθεση στα επαχθή μνημόνια ήταν εθνική, στους δρόμους, και εκείνοι που τα εφάρμοζαν δεν ήταν Ελληνες αλλά όργανα των δανειστών, προδότες και γερμανοτσολιάδες, έτσι και σήμερα η συγκίνηση πρέπει ομοίως να είναι εθνική και να αποφαίνεται ότι για τους 57 θανάτους ένοχος είναι ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του.
Οπως τα χρόνια της χρεοκοπίας το οργισμένο λαϊκό αίτημα απαιτούσε το σκίσιμο των μνημονίων «με ένα νόμο και με ένα άρθρο», έτσι και σήμερα μετατρέπει το τραύμα του δυστυχήματος σε τεκμήριο αποτυχίας της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Αν μάλιστα δεχτούμε ότι ο γνωστός Ρουβίκωνας εκφράζει το λαϊκό αίσθημα, εκτός από την τελεσίδικη ενοχή του Μητσοτάκη είναι απαραίτητη και η τελεσίδικη αθωότητα του σταθμάρχη, βασικού κατηγορουμένου που του καταλογίζεται ότι δεν έκανε τη δουλειά του – για τον οποίο ο Ρουβίκωνας ζητάει να μη διωχτεί.
Και τα πρόσωπα της αντιπολίτευσης (ο Ανδρουλάκης, ο Φάμελλος, ο Χαρίτσης, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Κασσελάκης, ο Βελόπουλος, η Λατινοπούλου, ο Νατσιός…) και οι διαδηλωτές που τους ακολουθούν υιοθετούν τον ρόλο του δικαστή, του κριτή, του τιμωρού και τελικά του ιεροεξεταστή. Η λαϊκή απόφαση υποκαθιστά τη θεσμική τιμωρία. Η λαϊκή καταλλαγή, μάλιστα, φαίνεται να υπερέχει της θεσμικής τιμωρίας επειδή δεν απαιτεί ακροαματική διαδικασία αλλά αρκείται στη συγκίνηση.
Κατά συνέπεια, όσα σωστά επισήμανε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, χθες, μιλώντας στον ΣΚΑΪ, για τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, παραβλέπονται από όσους δίνουν το νόημα της συγκέντρωσης. Τι είπε ο υπουργός; Το απλούστατο για όσους ξέρουν πώς λειτουργούν οι θεσμοί: «Δεν είναι η κυβέρνηση και δεν υπάρχει καμία κυβέρνηση στον κόσμο που μπορεί να επιβάλει τους ρυθμούς σε μια ανακριτική διαδικασία, δηλαδή σε μια διαδικασία της δικαιοσύνης. Θα ήταν κάτι ανεπίτρεπτο και ολέθριο για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Αλίμονο, αν οι κυβερνήσεις παρενέβαιναν και μπορούσαν να στρέψουν την ανάκριση προς τα εδώ ή προς τα εκεί, να την επιταχύνουν ή να την επιβραδύνουν».
Τι απουσιάζει από την πλειοδοσία στη συγκίνηση – και από τις κατηγορηματικές δηλώσεις των διαφόρων κομματαρχών; Η θεσμική λειτουργία της δημοκρατίας και η κριτική στάση του πολίτη. Η περιφρόνηση, δηλαδή, των θεσμών. Και ο κατακερματισμός της δικαστικής έρευνας, η έμφαση σε αποσπάσματα και σε φήμες που υποκαθιστούν τη γενική εικόνα του συμβάντος, που θα ξεδιπλωθεί στο δικαστήριο.