Σαββόπουλος: «Από τους μπάφους και τις απογοητεύσεις, δεν…»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος παρουσίασε σε ειδική εκδήλωση την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα». Ο σπουδαίος Έλληνας μουσικός αναφέρθηκε στη σύζυγό του Άσπα Σαββοπούλου, στην οποία και αφιέρωσε το βιβλίο του.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης στην οποία παρέστη η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο Δ.Σαββόπουλος συζήτησε με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Μεγάρου Γιάννη Βακαρέλη και τους συγγραφείς Σώτη Τριανταφύλλου και Γιώργο Σκαμπαρδώνη με συντονίστρια την εκδότρια Άννα Πατάκη.
Διονύσης Σαββόπουλος: «Εγώ τότε τρέκλιζα»
«Ήταν μια περίοδος ταλαιπωρίας, αλλά κάθε εμπόδιο σε καλό. Γιατί έτσι γνώρισα την γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα της ζωής μου. Ήταν μαθήτρια της τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη και κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε. Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα.
Η μαθήτρια θα γινόταν η Ασπούλα, η γυναίκα μου εδώ και πενήντα επτά χρόνια, αλλά τότε, Άνοιξη του ‘67, εγώ ήμουν αλλού ντ’ αλλού, μου είχαν κολλήσει διάφορες έμμονες ιδέες. Αποφάσισα ότι ο κάλος στη φωνή δεν θα φύγει ποτέ. «Θα φύγω από τα τραγούδια», σκεφτόμουν, δεν με ενδιαφέρουν πια. Θα βγάλω ναυτικό να μπαρκάρω, να θαλασσοπνιγώ».
Έτσι γνώρισα την γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα της ζωής μου
Περνούσε λίγος καιρός κι έξαφνα τρελαινόμουν αλλιώς.
«Ναι! Να μπαρκάρω, να γνωρίσω καινούριους τόπους, μακρινές πόλεις, να γνωρίσω γυναίκες πολλές, να μάθω πολλές γλώσσες, να κάνω πολλά παιδιά, να έχω παιδιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης» σημειώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο βιβλίο του.
«Ήταν μια περίοδος ταλαιπωρίας, αλλά κάθε εμπόδιο σε καλό. Γιατί έτσι γνώρισα την γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα της ζωής μου. Ήταν μαθήτρια της τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη και κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε.
Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα.
Η μαθήτρια θα γινόταν η Ασπούλα, η γυναίκα μου εδώ και πενήντα επτά χρόνια, αλλά τότε, Άνοιξη του ‘67, εγώ ήμουν αλλού ντ’ αλλού, μου είχαν κολλήσει διάφορες έμμονες ιδέες. Αποφάσισα ότι ο κάλος στη φωνή δεν θα φύγει ποτέ. «Θα φύγω από τα τραγούδια», σκεφτόμουν, δεν με ενδιαφέρουν πια. Θα βγάλω ναυτικό να μπαρκάρω, να θαλασσοπνιγώ».
Περνούσε λίγος καιρός κι έξαφνα τρελαινόμουν αλλιώς. «Ναι! Να μπαρκάρω, να γνωρίσω καινούριους τόπους, μακρινές πόλεις, να γνωρίσω γυναίκες πολλές, να μάθω πολλές γλώσσες, να κάνω πολλά παιδιά, να έχω παιδιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης» σημειώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο βιβλίο του.