Ούτε οι νεκροί δεν θα είναι ασφαλείς
Οταν πήρε φωτιά το Ράιχσταγκ, ο Μπένγιαμιν κατάλαβε ότι ο φασισμός θα θριάμβευε στη Γερμανία και ότι κανένας Εβραίος δεν θα ήταν ασφαλής. Τον Σεπτέμβριο του 1933 έφυγε λοιπόν από το Βερολίνο και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Οταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, έξι χρόνια αργότερα, συνελήφθη και κλείστηκε σε μια σειρά από στρατόπεδα συγκέντρωσης, απ’ όπου αποφυλακίστηκε τον Νοέμβριο του 1939 χάρις στην παρέμβαση φίλων του. Τον χειμώνα εκείνο τον πέρασε γράφοντας τις «Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας». Στόχος του, γράφει ο Νταν Χάνκοξ στους «Financial Times», ήταν να υπερασπιστεί την Ιστορία από τους φασίστες και τους σταλινικούς που ήθελαν να την ξαναγράψουν. Πίστευε ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές και ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί αν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι. Ογδόντα πέντε χρόνια αργότερα, αυτή η ανάγκη είναι και πάλι τραγικά επίκαιρη.
«Ανασύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του “με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά”. Σημαίνει το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου (…) Κάθε εποχή πρέπει να κάνει τη δύσκολη προσπάθεια για την εκ νέου αρπαγή της παράδοσης από τον κονφορμισμό, που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει. Γιατί ο Μεσσίας δεν έρχεται μόνο σαν λυτρωτής, αλλά και σαν νικητής του αντίχριστου. Το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας στο παρελθόν έχει εκείνος μόνο ο ιστορικός που είναι απόλυτα πεισμένος ότι ούτε ακόμη και οι νεκροί δεν θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό εάν αυτός νικήσει. Και ο εχθρός αυτός δεν έχει πάψει να νικά» (Θέση VI, εκδ. Λέσχη Κατασκόπων 21ου Αιώνα).
Το καλοκαίρι του 1940, νιώθοντας και πάλι τον θανάσιμο κίνδυνο, αποφάσισε να εμπιστευθεί το ανολοκλήρωτο χειρόγραφο της «Εργασίας περί Στοών» στον Μπατάιγ και να φύγει από το Παρίσι. Με τον φίλο του Φριτς Φράνκελ πήγαν στη Μασσαλία, ντύθηκαν ναύτες και προσπάθησαν να φύγουν με ένα εμπορικό πλοίο, αλλά τους κατάλαβαν αμέσως και τους έβγαλαν στη στεριά. Μόνη του διέξοδος ήταν πλέον τα Πυρηναία. Παρέδωσε ένα αντίτυπο των «Θέσεων» στη Χάνα Αρεντ, πήρε τη βίζα του για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το βαλιτσάκι με το χειρόγραφο που ήταν «σημαντικότερο από μένα» και στις 24 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε μαζί με μερικούς ακόμη πρόσφυγες να διασχίσει τα βουνά ακολουθώντας μια παλιά διαδρομή λαθρεμπόρων. Η υγεία του ήταν τόσο βεβαρημένη, ώστε σταματούσαν κάθε δέκα λεπτά. Τελικά όμως κατάφεραν να αποφύγουν τους συνοριοφύλακες και να φτάσουν στο Πορτμπού – όπου συνελήφθησαν. Το ίδιο βράδυ, ο Μπένγιαμιν κατάπιε τη μορφίνη που κουβαλούσε μαζί του για μήνες ακριβώς γι’αυτή την περίπτωση. Ηταν 48 ετών.
Ακολουθώντας τα ίχνη του, ο δημοσιογράφος των «Financial Times» κι ένας φίλος του έφτασαν πριν από λίγες εβδομάδες με το τρένο στο Περπινιάν, την κοντινότερη πόλη στα Πυρηναία από τη γαλλική πλευρά, που από το 2020 διοικείται από τους ακροδεξιούς της Μαρίν Λεπέν. Ηταν η πρώτη γαλλική πόλη με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων που αλώθηκε από το κόμμα και έχει δήμαρχο έναν από τους βασικούς του ιδεολόγους και αντιπρόεδρό του, τον Λουί Αλιό. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το γεγονός αυτό, οι απόγονοι του Μπένγιαμιν ζήτησαν να αφαιρεθεί το όνομά του από την ταμπέλα του Κέντρου Μοντέρνας Τέχνης της πόλης.
Στο νεκροταφείο του Πορτμπού όπου είναι θαμμένος ο φιλόσοφος, υπάρχει ένα μνημείο με τίτλο «Περάσματα» που σχεδίασε το 1994 ο ισραηλινός γλύπτης Ντάνι Κάραβαν. Απεικονίζει μια ελιά και έχει την επιγραφή «Οι ελιές πρέπει να είναι τα σύνορά μας». Ο Χάνκοξ θυμήθηκε τη Γάζα, όπου έχουν χάσει τη ζωή τους τον τελευταίο χρόνο δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι με το άλλοθι της ασφάλειας του εβραϊκού κράτους, και τη Δυτική Οχθη, όπου οι έποικοι ξεριζώνουν τις ελιές και διώχνουν τους Παλαιστίνιους από τα σπίτια τους. Στην ταφόπλακα του φιλοσόφου είναι γραμμένη μια φράση από τη Θέση VII: «Δεν υπάρχει τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο βαρβαρότητας».
Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892 – 1940)
Αυτό που ονομάζουμε πρόοδο
Παιδί μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας, ο Μπένγιαμιν ήταν από κάθε άποψη «ανορθόδοξος». Σημαδεύτηκε από τον εβραϊκό μυστικισμό, αλλά δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σε συναγωγή. Ηταν ένας από τους σημαντικότερους μαρξιστές διανοούμενους του 20ού αιώνα, αλλά δεν έγινε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εγραψε πρωτοποριακά δοκίμια για την τέχνη στην εποχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλληλογραφούσε με τον Μπρεχτ, τον Αντόρνο και τον Χορκχάιμερ, αλλά το πιο μνημειώδες έργο του αφορά τις παρακμάζουσες εμπορικές στοές του Παρισιού. Στη Θέση IX αναφέρεται στον πίνακα του Πάουλ Κλέε με το όνομα Angelus Novus και λέει ότι έτσι αναπαριστά κάποιος τον άγγελο της ιστορίας. «Η καταιγίδα αναπόφευκτα τον ωθεί στο μέλλον, προς το οποίο είναι γυρισμένη η πλάτη του, ενώ ο σωρός των συντριμμιών έμπροσθεν του μεγαλώνει προς τον Ουρανό. Η καταιγίδα είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδο».