Το πρόβλημα με τον Σημίτη
Ο Κώστας Σημίτης ήταν ο πρώτος, νομίζω, που χρησιμοποίησε στα ελληνικά τον παράξενο όρο «ρεαλιστική ουτοπία». Ο εκσυγχρονισμός ήταν η ρεαλιστική ουτοπία του. Η σύγκλιση, δηλαδή, της Ελλάδας με το ευρωπαϊκό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πρότυπο. Η υπέρβαση ιστορικών παθογενειών και εθνικών καθυστερήσεων που κουβαλούν στο παρόν το βάρος του παρελθόντος και εμποδίζουν την «προσαρμογή στο μέλλον».
Συμβαίνει συχνά, βέβαια, ένας πολιτικός να βρίσκει μια ιδέα και να την υιοθετεί, από πεποίθηση ή ως στοιχείο πολιτικού μάρκετινγκ, να την κάνει σλόγκαν, να ταυτίζεται μαζί της. Αλλά δεν ήταν η περίπτωση του Σημίτη. Εκείνος ήταν, αντίθετα, μια από τις μάλλον σπάνιες περιπτώσεις διανοουμένων, που μπήκαν στην πολιτική με βασικό κίνητρο να δοκιμάσουν στην πράξη μια ιδέα, μια θεωρητική σύλληψη. Και μια από τις ακόμη σπανιότερες περιπτώσεις, που τους δόθηκε η ευκαιρία να κυβερνήσουν. Να δοκιμάσουν στην εφαρμοσμένη πολιτική τα όρια που η αναμέτρηση με την πραγματικότητα θέτει σε μια ιδέα, σε μια «ουτοπία». Αλλά και την προωθητική επιτάχυνση που μια «ουτοπία» μπορεί να δώσει στην πολιτική πράξη, πριν ο ρεαλισμός υποχρεώσει στη μοιραία προσγείωση, στους αναπόφευκτους συμβιβασμούς.
Αυτό ήταν που τον έκανε ξεχωριστό, διαφορετικό, αποκλίνοντα από το κυρίαρχο πρότυπο. Τα υπόλοιπα – η «ιδιωτικότητά» του, όπως την περιέγραψε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, η αλλεργία του στα κόλπα του λαϊκισμού ή η δυσκολία του να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της «λαϊκότητας» – ήταν δευτερεύουσες συνέπειες αυτής της βασικής διαφοράς. Οτι ο δρόμος που τον έφερε στην πολιτική, και εν τέλει στην εξουσία, δεν ήταν ο κλασικός «έρωτας της πολιτικής» ή η επιθυμία για την εξουσία. Ηταν, κυρίως, η φιλοδοξία ενός διανοούμενου να μετρήσει την αντοχή των ιδεών του στην πράξη. Αλλά αυτό κάνει, παραδόξως, δυσκολότερη την αποτίμηση της θητείας του στην πολιτική. Με ποιο μέτρο να κριθεί; Με μέτρο τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που πέτυχε (ΟΝΕ, είσοδος Κύπρου στην Ενωση, μεγάλα έργα, Ολυμπιακοί Αγώνες); Ή με μέτρο την απόσταση – αναπόφευκτα μεγάλη – ανάμεσα στα αποτελέσματα και τις αφετηριακές ιδέες, την «ουτοπία» που είχε αναλάβει να υπηρετήσει;
Η αποτίμηση γίνεται ακόμη δυσκολότερη, όταν προσπαθεί κανείς να κρίνει έναν πολιτικό ηγέτη αποσπασμένο από την εποχή, από τη συγκυρία που του «έτυχε». Οταν ο Σημίτης έγινε πρωθυπουργός, ο κόσμος, η Ευρώπη προπάντων ήταν σε μετάβαση. Το σοβιετικό σύμπαν είχε πάψει να υπάρχει και το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της Δύσης άλλαζε ριζικά. Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης ήταν απότομη και η κυριαρχία των αγορών απόλυτη. Και η Ευρώπη είχε ξεκινήσει στην πράξη τη διαδρομή προς την ΟΝΕ αντικαθιστώντας κρίσιμες εθνικές πολιτικές (και τα εθνικά της νομίσματα) με ένα ενιαίο ευρωπαϊκό πρότυπο. Η Ελλάδα έπρεπε να προσαρμοστεί ή να εκπέσει στο περιθώριο. Ο στόχος της συμμετοχής είχε στη Βουλή, με την έγκριση της συνθήκης του Μάαστριχτ, τη συναίνεση το συνόλου σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων – ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός της Αριστεράς. Το ερώτημα ήταν ποιος μπορεί να αναλάβει το σχεδόν ακατόρθωτο. Ο Σημίτης κρίθηκε τότε ως ο καταλληλότερος. Και δικαίωσε την επιλογή του. Εφερε σε πέρας τη βασική του αποστολή.
Μόνο που για να το κάνει, έπρεπε να εφαρμόσει ένα βαρύ πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, «λιτότητας». Κι έπρεπε να σαρώσει δίκτυα, ήθη και θεσμούς της οικονομικής ζωής κι ενός πελατειακού πολιτικού συστήματος, που είχαν κυριαρχήσει επί δεκαετίες. Ολα άλλαξαν. Αλλά με τι αντικαταστάθηκαν; Οχι πάντα με θεσμούς σύγχρονους και ευρωπαϊκού τύπου, συμπεριληπτικούς και ανθεκτικούς στις πολιτικές εναλλαγές. Αλλά σε κάθε περίπτωση στον Σημίτη ανατέθηκε ένα έργο που ήταν αδύνατον να πραγματοποιήσει και, ταυτόχρονα, να μείνει δημοφιλής. Συνέβη σε όλες τις αποχρώσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που κυβερνούσε την Ευρώπη εκείνη την εποχή.
Και υπάρχει και μια τρίτης τάξης δυσκολία αποτίμησης. Οτι ο Σημίτης, και ως διανοούμενος και ως πολιτικός της πράξης, έβλεπε τον εαυτό του ως συνεχιστή μιας παράδοσης που έχει τις ρίζες της στην ελληνική επανάσταση, στην εσωτερική πάλη μέσα από την οποία γεννήθηκε η νεότερη Ελλάδα. Της εκσυγχρονιστικής, δυτικότροπης παράδοσης. Οπως γράφει ο Ρόντρικ Μπίτον (Ελλάδα – βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους), οι εκσυγχρονιστές νίκησαν τους οπλαρχηγούς στον πρώτο εμφύλιο, στα χρόνια της επανάστασης, και καθόρισαν εκείνοι τη μορφή και την κατεύθυνση του μελλοντικού έθνους-κράτους. Αλλά με ένα τίμημα. Μια «διαίρεση στον ιστό της ελληνικής κοινωνίας, η οποία δεν έχει εξαλειφθεί ως σήμερα». Μια διαίρεση ανάμεσα στους απογόνους των εκσυγχρονιστών του ’21 και τους παραδοσιοκράτες που νοσταλγούν μια φαντασιακή «απόλυτη ελευθερία που εγκωμιάζουν τα κλέφτικα τραγούδια». Κάθε φορά που οι εκσυγχρονιστές οδηγούσαν τη χώρα και την άλλαζαν, θα ερχόταν με βεβαιότητα, σε δεύτερο χρόνο, η εξέγερση της «άλλης ψυχής του έθνους», με αφορμή τις υστερήσεις των εκσυγχρονιστών. Ενας εμφύλιος, έστω συμβολικός, με τα μέσα της πολιτικής, θα ξεσπούσε. Συνέβη, νομίζω, και στα χρόνια του Σημίτη. Με έναν τρόπο επιβιώνει ο απόηχός του. Και εξηγεί ίσως και ένα κύμα μίσους και χολερικής μικροψυχίας που η εκδημία του απελευθέρωσε ξανά.
Αναμενόμενο, όταν προέρχεται από την καρδιά της λεγόμενης «λαϊκής Δεξιάς», που ταυτίζεται με την αντιεκσυγχρονιστική παράδοση. Παράδοξο, όταν συμμετέχει και ένα μέρος της Αριστεράς που, ως κληρονόμος της παράδοσης των φώτων, θα έπρεπε να διεκδικεί μια «αριστερή», προοδευτική εκδοχή εκσυγχρονισμού. Και να θυμάται έναν πολιτικό που, δύο μηνών πρωθυπουργός, εμφανίστηκε στο συνέδριο του Συνασπισμού, το 1996, για να προτείνει διάλογο και κοινή δράση όσων «αυτοπροσδιορίζονται στην Κεντροαριστερά». Είχε πει, αυτός ο δήθεν «δεξιός»: «Η διαίρεση Δεξιά – Αριστερά… παραμένει ισχυρή. Συγκλίσεις βέβαια και συμπτώσεις ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά εμφανίζονται συχνά και αυτό είναι ένα θετικό γεγονός. Ομως, όσο το πρόβλημα της διανομής και αναδιανομής του πλούτου υπάρχει, όσο το χάσμα ανάμεσα σε ανώτερες και κατώτερες τάξεις εξακολουθεί να είναι βαθύ… η σύγκρουση ανάμεσα στην πρόοδο και στη συντήρηση παραμένει κεντρική και αναπόφευκτη».