Πώς απαντάμε στο περιθώριο;
Πριν από λίγες μέρες, ένας ακροδεξιός τραμπούκος θεώρησε καλή ιδέα να εκφοβίσει ένα μικρό αγόρι στην Κομοτηνή, ζητώντας του να φωνάξει «ζήτω ο Κασιδιάρης» δυνατά. Το παιδί καθόταν κουλουριασμένο σε μια γωνία, εμφανώς τρομαγμένο, δεν μπόρεσε να το αποφύγει για να μην έχει μπλεξίματα. Δεν του ζήτησε κανείς να πει «ζήτω ο Χίτλερ» ή «ζήτω ο Παπαδόπουλος»: το όνομα που έπρεπε να ακουστεί είναι ένα από αυτά που αποτελούν μία από τις πιο μελανές σελίδες της κρίσης της περασμένης δεκαετίας, αλλά τώρα πια θεωρείται ακίνδυνο, περιθωριοποιημένο, οριοθετημένο. Μετά τον θάνατο του Κώστα Σημίτη, μια ευρωβουλευτής και αρχηγός κόμματος αποφάσισε όχι απλώς να είναι ασεβής απέναντι σε έναν άνθρωπο που ακόμα δεν έχει ταφεί (αυτό, στη δική της περίπτωση, είναι το λιγότερο), αλλά να διαστρεβλώσει την ιστορία αμφισβητώντας – στη γραμμή των ακροδεξιών λούμπεν που κάνουν πάρτι στο Διαδίκτυο – τον πατριωτισμό ενός πολιτικού που υπηρέτησε σε θέσεις ευθύνης από το 1981 έως το 2004, οκτώ από αυτά τα χρόνια ως πρωθυπουργός της χώρας.
Η πρώτη περίπτωση δεν πήρε πολλή δημοσιότητα. Ακούστηκαν βέβαια σχόλια από αριστερές οργανώσεις και διάφορους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά κατά κύριο λόγο πέρασε «στα ψιλά». Ως μεμονωμένο περιστατικό, περιορισμένης εμβέλειας, εκτός επικαιρότητας, μπήκε στη στοίβα εκείνων των μικρών στιγμών που παίρνουν αξία μόνο όταν μαζεύονται – τότε που ξαφνικά οι δημοσιολογούντες συνειδητοποιούν πως αυτές ήταν οι πρώτες ενδείξεις μιας κοινωνικής τάσης που σταδιακά ξεδιπλώνεται. Η δεύτερη περίπτωση ξεκίνησε μια πολιτική συζήτηση μέσα στο ΠΑΣΟΚ: χρειάζεται να απαντάς στις προσβολές του περιθωρίου; Μήπως έτσι στρέφεις τον προβολέα σε πρόσωπα που δεν θα έπρεπε να έχουν δημόσια παρουσία; Και αν δεν απαντάς, πώς υπερασπίζεσαι τους ανθρώπους σου, τα πολιτικά σου κεκτημένα, τη δική σου υπόσταση και ιστορία; Αν δεν απαντάς, τι εκπροσωπείς; Πώς αντιμετωπίζεις τον κίνδυνο όταν αυτός μεγαλώνει, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν γίνεται με δική σου υπαιτιότητα;
Η δημοσιότητα μπορεί, όντως, να φουσκώσει την ασημαντότητα. Το να σωπαίνεις μπροστά στην ακροδεξιά ρητορική και τους τυχάρπαστους νταήδες, από άγνοια ή από αίσθημα ανωτερότητας, δεν σημαίνει πως το περιθώριο θα μείνει για πάντα στο περιθώριο. Πολλές φορές είναι η ίδια η σκιά που το θρέφει, η πεποίθηση πως το «σύστημα» δεν θα δώσει σημασία ό,τι κι αν γίνει. Κάθε φορά που ο κίνδυνος αγνοήθηκε γιατί «δεν αξίζει να ασχολούμαστε», το δημοκρατικό τόξο έτρεχε εκ των υστέρων να ενεργοποιήσει τις δικλίδες ασφαλείας, όταν πια το κακό (μικρότερο ή μεγαλύτερο) είχε γίνει. Δεν ζούμε σε σταθερό περιβάλλον, δεν υπάρχουν αναπαυτικοί μονόδρομοι – μόλις χθες, ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ απείλησε, με δύο αναρτήσεις, τον Καναδά και τη Δανία και το δεξί του χέρι αποκάλεσε τον Τζάστιν Τριντό «κοριτσάκι μου». Κανείς δεν ξέρει ποια σπίθα φουντώνει και ποια σβήνει.
Σε αυτό το περιβάλλον, η απάντηση δεν είναι μόνο η κάμερα ή η καταγγελία σε στυλ ιεροκήρυκα, αλλά η θέση. Είναι ο τρόπος και το ύφος, το γενικό συγκείμενο που χτυπάει το καμπανάκι. Είναι η υπενθύμιση πως κάποιος παρακολουθεί, κάποιος καταγράφει, κάποιος ξέρει – πως καμία χυδαιότητα δεν περνάει ως κανονικότητα, ποτέ και από κανέναν. Το κλισέ λέει πως καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες παρά για κάτι που δεν έκανες. Δεν έχει άδικο.