Δώρα
«Κάθε 23 Δεκεμβρίου πηγαίνω στη δουλειά με το τζιπ του άντρα μου. Για να χωρέσει στο πορτμπαγκάζ η πραμάτεια». «Ποια πραμάτεια;». «Τα πακέτα και οι σακούλες…».
Η φίλη μου είναι καθηγήτρια σε γυμνάσιο, δημόσιο μεν αλλά σε περιοχή ευπόρων. Τη λένε και Χριστίνα. Την τελευταία μέρα προτού κλείσει το σχολείο για γιορτές, της στέλνουν οι γονείς των μαθητών της δώρα. «Τι δώρα;». «Ο,τι μπορείς να φανταστείς! Φουλάρια, η πιο ασφαλής επιλογή. Αρωματικά κεριά. Πορτοφόλια, στιλό, κλειδοθήκες. Κάποια ψαγμένη μαμά θα μου αγοράσει χειροποίητα σκουλαρίκια ή κολιέ από κοράλλια. Μία ακόμα πιο ψαγμένη, η οποία περνιέται για εικαστικός, μου είχε φτιάξει πρόπερσι το πορτρέτο μου, σε μια μεγάλη πλακέ πέτρα, που είχε βρει – όπως μου είπε – στην Αμοργό. Καλοσύνη της, άσχετο που το έργο δεν βλεπόταν. Και ασφαλώς βιβλία. Από τα βιβλία επιβεβαιώνεις την εντύπωσή σου για το περιβάλλον του παιδιού. Αλλο να σου χαρίσουν Δημουλίδου, άλλο Δημουλά. Οχι βεβαίως ότι όσοι επιλέγουν ποίηση ζουν και ποιητικά, μην έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις… Τον πρώτο χρόνο είχα έρθει σε αμηχανία, υπηρετούσα προηγουμένως κάτω από την Αχαρνών, μάθαινα ελληνικά σε μεταναστάκια, σιγά μην είχαν οι δικοί τους περιθώριο για τέτοιες χουβαρντοσύνες. “Τι νομίζουν ετούτοι εδώ;”, αναρωτιόμουν. “Πως θα με υποχρεώσουν και θα βάλω καλύτερους βαθμούς; Δεν τους έχουν ενημερώσει τα βλαστάρια τους ότι είμαι κέρατο βερνικωμένο;”. Μετά κατάλαβα πως πρόκειται για δικό τους πειθαναγκασμό. Εφόσον φέρει η μία ένα άρωμα στην κυρα-φιλόλογο, πώς θα εμφανιστεί ο διπλανός της με άδεια χέρια; Ανταγωνίζονται οι γονείς μέσω των παιδιών τους με κάθε αφορμή. Στους αγώνες μπάσκετ, δυο μπαμπάδες κόντεψαν να πλακωθούν στο ξύλο, αλληλοκατηγορούνταν ότι οι γιοι τους έπαιζαν αντιαθλητικά…».
«Και τι τα κάνεις όλα αυτά τα δώρα;». «Πολύ λίγα κρατάω. Μερικά τα αλλάζω – θέλει βεβαίως διακριτικότητα, “δεν σας άρεσαν οι πέρλες που σας πήρα;”, μου παραπονέθηκε κάποτε μια μαμά, με είχε καρφώσει η πωλήτρια. Τα περισσότερα τα προωθώ. Το πορτρέτο στην πέτρα το χάρισα στην πεθερά μου, το στόλισε στο σαλόνι της προς κακοφανισμό του πεθερού μου που με συμπαθεί περισσότερο – “σαν την Αγία Αθανασία του Αιγάλεω σε έχει ζωγραφίσει, πουλάκι μου!”, μου λέει κάθε φορά και σταυροκοπιέται ειρωνικά. Τα μαντίλια και τα μπρελόκ είναι ταμάμ για να τα πηγαίνεις σε κοινωνικές υποχρεώσεις…».
Θυμήθηκα τον μύθο που κυκλοφορεί στο σινάφι των ηθοποιών. Πως κάποτε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας είχε πάει σε μια συμπρωταγωνίστριά του ένα κουτί ελβετικά σοκολατάκια, «στα ωραιότερα μάτια του ελληνικού σινεμά», έγραφε στην κάρτα του. Το δώρο έκανε έναν μεγάλο κύκλο και κατέληξε, μαζί με την κάρτα, πίσω στον ίδιο.
Θυμήθηκα τους γιατρούς με τους οποίους είχα πιάσει φιλίες κατά τον έναν χρόνο που νοσηλευόταν η μάνα μου. «Τα πιο πολύτιμα», μου έλεγαν, «δεν είναι τα φακελάκια ούτε τα κοσμήματα. Αλλά τα εκ του υστερήματος πεσκέσια που σου φέρνουν οι πιο αναγκεμένοι ασθενείς. Ενα μπιτόνι λάδι από το χωριό… Μια πλεκτή κουβέρτα από την προίκα της γιαγιάς… Δώρα καρδιάς! Αποπειράθηκα να την αρνηθώ την κουβέρτα, “είναι οικογενειακό σας κειμήλιο”, ψέλλισα. “Μου σώσατε τη ζωή, να μην κοιμάστε στα ζεστά;”, μου απάντησε αμετάπειστη…».
Δώρα καρδιάς. Χειρονομίες που μετρούν. Οχι σκέτα αντικείμενα, όσο και να κοστίζουν.
«Ωραίο ρολόι, Αγγελε!», είπε μια μέρα στον Σικελιανό ένας νεότερος ομότεχνός του. Το έβγαλε και του το χάρισε, μαζί με την αλυσίδα. Σε ζωντανή ηχογράφηση ακούμε τη Μαρίκα Νίνου στο τσακίρ κέφι να κερνάει τους συνεργάτες της αθυρόστομα πειράγματα. «Και ο Τζιμάκης ο χοντρός έχει καημό μεγάλο, απ’ την κοιλιά του η γκόμενα δεν βλέπει τίποτα άλλο!», ξεκαρδίζεται. «Τσιτσάνη μου, Τσιτσάνη μου, και πού είναι η τσιτσανιά σου;», το τραβάει κι άλλο. Στο τέλος, η ορχήστρα τής ανταποδίδει τα δώρα με τόκο. «Αλλοι τρυγόνια θέλουνε και άλλοι μελιδόνια… Και η Μαρίκα για κολατσιό δυο σκάφες μακαρόνια!».
Καλά Χριστούγεννα!