Απαραίτητη η στροφή στην ψηφιακή οικονομία
Η ελληνική οικονομία βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο και ξεπερνάει τις πληγές της δεκαετούς κρίσης 2008-2017. Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ υπερτερεί του ευρωπαϊκού μέσου όρου, οι εξαγωγές ενισχύονται, οι επενδύσεις ανακάμπτουν και μειώνουν το χάσμα με την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ επικρατεί οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Η Πολιτεία συνεχίζει να δημιουργεί πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και το χρέος Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται σε σταθερή καθοδική πορεία, την εντονότερη στην Ευρώπη. Συγχρόνως, η απασχόληση αυξάνεται και η ανεργία μειώνεται, ενώ οι τράπεζες έχουν επιστρέψει σε υγιή κερδοφορία, με τις χορηγήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα να παρουσιάζουν τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης στην ευρωζώνη.
Παρά τη βελτιούμενη θετική εικόνα της, η οικονομία χρήζει σημαντικής διαρθρωτικής βελτίωσης. Αυτό τεκμαίρεται από τη μέτρηση της παραγωγικότητας της εργασίας (ονομαστικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης), που είναι η δεύτερη χειρότερη στην ΕΕ-27. Η παραγωγικότητα εργασίας βρίσκεται στο 70,3% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, πολύ μακριά από το προ κρίσης ποσοστό του 99,8% το 2006, και μάλιστα η σχετική μας θέση στην Ευρώπη δεν φαίνεται να παρουσίασε βελτίωση τα τελευταία χρόνια της ταυτόχρονης ανόδου του ελληνικού ΑΕΠ. Η χαμηλή παραγωγικότητα, με τη σειρά της, συνεπάγεται χαμηλούς μισθούς για μεγάλο μέρος του εργαζόμενου πληθυσμού και ταυτόχρονη διεύρυνση των ανισοτήτων, με τα όποια πιθανά μακροπρόθεσμα αρνητικά κοινωνικά αποτελέσματα στην περίπτωση που το πρόβλημα δεν επουλωθεί και συνεχίζει να παραμένει ως έχει.
Η περίοδος μετά την κρίση στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από μεγάλη αύξηση του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος, γεγονός που βοήθησε σημαντικά την απασχόληση και τα εισοδήματα. Δεν δύναται όμως να αυξήσει πολύ την παραγωγικότητα διότι το τουριστικό προϊόν είναι εντάσεως εργασίας. Στόχος μας πρέπει να είναι σε κάθε κλάδο η μετατόπιση του κέντρου βάρους της παραγωγής προς ανταγωνιστικά αγαθά και υπηρεσίες εντάσεως κεφαλαίου. Για παράδειγμα, κλάδοι όπως της αγροτικής παραγωγής και της βιομηχανίας έχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, αφού μπορούν να γίνουν εντάσεως κεφαλαίου αλλά σήμερα έχουν παραγωγικότητα μόνο στο 50% και 75% αντίστοιχα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η αύξηση της παραγωγικότητας επιτυγχάνεται και με τη γενικότερη στροφή της οικονομίας προς τομείς που κάνουν χρήση νέων μορφών τεχνολογίας. Διεθνώς σήμερα συντελείται μια μεγάλη στροφή προς την ψηφιακή οικονομία και εκεί παράγεται σημαντική προστιθέμενη αξία. Αυτό είναι κάτι που έγινε αντιληπτό από την ελληνική κυβέρνηση ήδη από το ξεκίνημά της, πριν από την κρίση του κορωνοϊού. Η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του ελληνικού Δημοσίου, η αναμενόμενη δημιουργία μεγάλων μονάδων data centers, η εντεινόμενη χρήση τεχνητής νοημοσύνης από εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, όπου γίνονται τεράστιες επενδύσεις, δείχνουν μια Ελλάδα που κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Συγχρόνως και ο πληθυσμός σταδιακά εξοικειώνεται με τις νέες τεχνολογίες, ακόμα και οι μεγαλύτερης ηλικίας. Για παράδειγμα, ενώ το 2012 μόνον το 9,1% του πληθυσμού χρησιμοποιούσε internet banking, το 2024 το ποσοστό αυτό ήταν στο 54,2%, πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 67,2%.
Βεβαίως, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα απαιτούνται διαρκείς βελτιώσεις στην εκπαίδευση, τις δεξιότητες των εργαζομένων, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (χρήσεις γης, κόστος ενέργειας, ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης) και πολλά άλλα που βρίσκονται στις κεραίες των πολιτών και της Πολιτείας.
