ru24.pro
World News in Greek
Октябрь
2025
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31

Οι εξομολογήσεις πέντε πορτρέτων, άνθρωποι της διπλανής πόρτας

0
Ta Nea 

Κορνήλιος Σελαμσής

συνθέτης

Ανοιξη του ’23, βράδυ Μεγάλου Σαββάτου, στο σπίτι του Νίκου και της Ρίτας. Ενα σπίτι που επισκέπτομαι συχνά και που καταφεύγω για κάθε χαρά ή οδύνη. Ενας τόπος οικείος και οι οικοδεσπότες από τους στενότερους και πιο αγαπημένους μου ανθρώπους. Εκείνο το βράδυ όμως είναι παρόντες και ο αγαπητός Ν.Π. Παΐσιος και η Λήδα Κοντογιαννοπούλου, η οποία, όπως κατάλαβα εκ των υστέρων, αθόρυβα ξεκίνησε να σχεδιάζει ένα έργο. Κανείς από εμάς δεν είχε επίγνωση ότι ποζάρει και οπωσδήποτε η Λήδα απορροφημένη στο σχέδιό της είχε γίνει σχεδόν αόρατη, απούσα, καθώς μας σκίτσαρε.

Η συντροφιά εκείνης της νύχτας έχει έναν μεγάλο απόντα: τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο που η Λήδα τον ζωγράφισε στη στιγμή εκείνη σαν πνεύμα, σαν αερικό και μαζί με εκείνον όλους μας, με έναν τρόπο που πραγματικά μας αιχμαλώτισε πάνω στον μουσαμά της. Και όχι για την εικόνα μας αλλά για κάτι πολύ πιο λεπτό και ανεξήγητο που δεν θα τολμούσα να ονομάσω.

Οταν είδα το έργο πρώτη φορά από κοντά, πλησίασα πάρα πολύ, άμαθος εγώ στη μαστορική του ζωγράφου, να δω τι ήταν αυτό που τόσο πειστικά έφτιαχνε τις εικόνες μας με τόση ζωντάνια. Δεν είδα παρά πινελιές ανάκατες, με χρώματα αλλόκοτα που δεν καταλάβαινα καν πως υπήρχαν εκεί όταν κοίταζα τον πίνακα και, σας το ομολογώ, εκτίμησα κι αγάπησα τη Λήδα και το έργο ακόμα περισσότερο.

Μάτα Κούρτη

μουσικός και εκπαιδευτικός

Αύγουστος, πρωί. Με τη γειτονιά σε ηρεμία, με τους τζίτζικες να έχουν, ήδη, πιάσει το τραγούδι τους, μ’ έναν καφέ στο χέρι και την κιθάρα στον ώμο, περπατάω για το εργαστήρι της Λήδας Κοντογιαννοπούλου. Περπατάω, λίγο αργά και λίγο γρήγορα, περπατάω και πλησιάζω στη γωνία με το γιασεμί που μοιάζει να με καλωσορίζει με τη μυρωδιά του, στρίβω και συναντάω έναν άσπρο κι έναν μαύρο γάτο ξαπλωμένους στο πεζοδρόμιο, να μου λένε μια πρώτη καλημέρα. Εφτασα! Η πόρτα του εργαστηρίου στα πλάγια της πιλοτής είναι ανοιχτή. «Από εδώ, Μάτα», ακούγεται η φωνή της Λήδας. Εχω ησυχία, ζεστασιά κι ένα χαμόγελο, ημέρα πρώτη. Μπαίνω στο εργαστήρι για να ποζάρω πρώτη φορά, μπαίνω σ’ έναν κόσμο που έχει απλότητα, ευγένεια, προθυμία, σεβασμό, φροντίδα, ιεροτελεστία και ακρίβεια. Οπως έχει η Λήδα.

Από ένα παλιό ραδιόφωνο ακούγεται κλασική μουσική, γύρω τελάρα, σχέδια και σχήματα, χαρτιά, υφάσματα, μολύβια, μυρωδιές από μπογιά, τσάι, μπισκότα, νερό και λεμόνια, ένα παράθυρο με λουλούδια, οι κουβέντες που μοιραζόμαστε με τη Λήδα που παρατηρεί και διαβάζει τα ηχοχρώματά μου, όλα συνθέτουν το ηχοτοπίο της συνάντησής μας. Το καβαλέτο με τον άσπρο καμβά, έτοιμο κι αυτό να παίξει, περιμένει τις πρώτες πινελιές. Κάθομαι στην καρέκλα με την κιθάρα μου, φυσικά κι έτσι απλά, με τις σκέψεις και το τραγούδι μου. Συζητάμε, γελάμε, ρωτάμε, ακούμε, συντονιζόμαστε, σωπαίνουμε, ξανασυζητάμε, ξανασωπαίνουμε. Πόσες παράλληλες ταινίες φτιάχνει και βλέπει το μυαλό, σαν καθίσεις στην καρέκλα, εκεί!

Ιστορίες με δρομάκια, βήματα και σταυροδρόμια, πειρατές, αυλαίες και βότσαλα-μηνύματα, τρελές κιθάρες, κούνιες και πορείες, μελωδίες και φωνές, αστεία ψάρια-αθλητές, στάσεις, παύσεις, ψιθύρους-παρατηρητές, χρόνους μάγους, ανήσυχους και σοφούς, ασημένιους ποταμούς, παρέες, συναντήσεις, ρυθμούς, σπόρους και ταξιδευτές, ίσως φωτιές, δροσερά δέντρα-αγκαλιές, πεφταστέρια-χορευτές, παπούτσια δύσκολα και βροντές, κάστρα ψηλά, αδέρφια κολυμβητές, γεφυράκια-κάλεσμα, ξέφωτα κι ευχές. Περιπέτειες πολύχρωμες κι ασπρόμαυρες, σαν περαστικό αεράκι, τόσες κι άλλες τόσες ζωές.

Δεν ξέρω, αν ανοιγόκλεισα τα μάτια και, στ’ αλήθεια, αν εκεί πίσω απ’ το καβαλέτο της Λήδας, πέρασαν δύο δευτερόλεπτα, πέντε λεπτά, μισή ώρα, τρεις ώρες ή επτά ημέρες, σαράντα χρόνια, ημέρα δεύτερη, Σεπτέμβρης, ημέρα ένατη, τέλος του μήνα, φτου και βγαίνω, ένας κύκλος, ένα δώρο, μια απώλεια, Οκτώβρης, λάθη που γίνονται σωστά, υδρόγειος-τέλος εποχής, σούρουπο, νυχτερινό φως ξανά, πάμε δηλαδή, αρχή, ημέρα πρώτη, παρούσα, στο παρόν. Ξέρω πως σημασία δεν έχει, ξέρω πως ένα χρώμα κρύβεται μέσα σ’ ένα χρώμα, ένας ήχος κοιμάται μέσα σε έναν ήχο, μια λέξη ισορροπεί σε μία άλλη λέξη, μια σιωπή ζει μέσα σε μια σιωπή, μια στιγμή-σπίθα αναπνέει μέσα σε μια στιγμή που αναπνέει σε μία στιγμή, ρέει, συμμετέχει, είναι, απλά, καθαρά, άχρονα, καινούργια, εδώ, τώρα.

Σ’ ευχαριστώ Δανάη που κοιμάσαι για να ξυπνήσεις, Κλέρη που λύνεις ένα αίνιγμα, Μπουνάτσα που χαμογελάς και φωτίζεις, Pίτα που διαβάζεις, βεράντα του σπιτιού με τον ουρανό σου, Αννα που ονειρεύεσαι, ευχαριστώ που μοιραστήκαμε στον αέρα, μυστικά μα και φανερά, απορίες κι απαντήσεις, που φτιάξαμε μαζί ένα πολύχρωμο παζλ, που παίξαμε «Εσύ είμαι εγώ, εγώ είμαι εσύ», που συναντηθήκαμε καλεσμένοι σε μια μπλε ώρα της Λήδας, που είμαστε, άνθρωποι ζωντανοί κι αληθινοί, με εμπιστοσύνη στα χρώματα και στις μουσικές του καιρού, σε ό,τι περνάει, στα επόμενα, στης ώρας μας τα νέα.

Ρίτα Λυτού

ηθοποιός

Η Λήδα συνδέεται με τους ανθρώπους, τους χώρους, τα αντικείμενα, το φως, όλα έχουν πνευματική υπόσταση γι’ αυτήν. Το συναίσθημά της αναγνωρίζει τους ανθρώπους ή τα τοπία που απεικονίζει. Της αρέσει το νυχτερινό φως, εκεί που η φύση σιωπά. Υποτάσσεται σε ό,τι ζωγραφίζει και σέβεται τη λεπτομέρεια. Την πρώτη φορά που βρέθηκε στο σπίτι μας, εμένα και του άντρα μου, του Ν.Α. Παναγιωτόπουλου, την ενδιέφερε να είναι νυχτερινές οι απεικονίσεις. Τράβηξε πρώτα κάποιες φωτογραφίες με το κινητό, και άρχισε μετά μια σειρά συναντήσεων στο σπίτι, αθόρυβη και όμως παρούσα. Το πρώτο έργο ήταν η απεικόνιση του Νίκου, εμένα και της Φιλοθέης της γατούλα μας. Το κρατήσαμε στο σπίτι. Το δεύτερο ήταν ο Νίκος, εγώ, ο Κορνήλιος Σελαμσής και ένας φίλος μας γιατρός. Διαισθητικά με τοποθέτησε σ’ ένα τραπέζι να διαβάζω, στο τρίτο έργο. Ζωγράφιζε και εμείς συνεχίσαμε και ζούσαμε μέσα στο σπίτι σαν να μην ήταν εκεί, και σαν να ήταν παράλληλα ένας άδηλος συνομιλητής, ένας μάρτυρας της καθημερινότητας. Αισθανόμουν την παρουσία της, σαν μια γλυκιά συντροφιά, τυχεροί που την είχαμε στη ρουτίνα της ζωής μας. Το έργο προχωρούσε και παράλληλα πάντα τη συμβουλευόμουν για ζητήματα εικαστικά και αισθητικά. Σκέφτεται ακόμα να ζωγραφίσει μια πολύ προσωπική γωνία του σπιτιού. Την περιμένω. Εγινε οικογένειά μας, μας συντρόφεψε σε χαρές και σε λύπες. Της χρωστάμε.

Η Μπουνάτσα, ο σκύλος μου είναι διασταύρωση ελληνικού κυνηγόσκυλου και ουγγρικού Viszla. Την αγαπώ πάρα πολύ και την έχω μαζί μου παντού, για αυτό και έχει εκπαίδευση σκύλου θεραπείας, για να κάθεται ήσυχη ακόμα και στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ετσι η Μπουνάτσα έγινε το ιδανικό μοντέλο: ήρεμη και ακίνητη στις ώρες του ποζαρίσματος.

Είμαι ζωγράφος και η ίδια, και έχω μάθει να παρατηρώ τους ανθρώπους και ξέρω τις δυσκολίες και τα βάσανα που τραβάνε οι επαγγελματίες μοντέλα στις Σχολές Καλών Τεχνών. Ακινησία, άβολες πόζες, ορθοστασία με τις ώρες, κάματος. Και, παρόλη την έκθεση στα άγνωστα βλέμματα, όλα γίνονται για χάρη της ζωγραφικής και των ζωγράφων. Ετσι δεν με πείραξαν καθόλου οι ώρες της πόζας για τα δύο ολόσωμα πορτρέτα που δημιούργησε η Λήδα Κοντογιαννοπούλου.

Οταν τα τελείωσε όμως και τα είδα πια ολοκληρωμένα, ξαφνιάστηκα πολύ. Εχω μάθει να παρατηρώ τους άλλους αλλά ποτέ δεν είχα προσέξει το δικό μου βλέμμα και τώρα το είδα στα πορτρέτα αυτά και ήταν αποκαλυπτικό, ένα μικρό γνώθι σαυτόν. Είναι το βλέμμα που διατηρώ διαρκώς για τους άλλους αλλά δεν το βλέπω ούτε καν στον καθρέφτη γιατί είναι το βλέμμα των Αλλων που με παρατηρούν. Ισως να δείχνει ανάμεικτα πίκρα με αιδημοσύνη και διερεύνηση. Λένε πως οι σκύλοι παίρνουν στο τέλος κάτι από την έκφραση των ανθρώπων τους. Δεν ξέρω γιατί αλλά μου φαίνεται πως και η Μπουνάτσα έχει το ίδιο πικραμένο βλέμμα.

Χρύσα Κούτσια

αρχιτέκτονας

Οταν η Λήδα μού πρότεινε να ζωγραφίσει το πορτρέτο μου, είπα αμέσως «ναι» χωρίς δεύτερη σκέψη. Εκείνη την περίοδο ετοιμαζόμουν για μια επέμβαση στα μάτια  και δεν μπορούσα να φορέσω φακούς επαφής. Δεν ήθελα όμως να απεικονιστώ με τα γυαλιά μου, οπότε πόζαρα χωρίς αυτά. Ετσι, κατά τη διάρκεια των συνεδριών της πόζας έβλεπα τον χώρο γύρω μου εντελώς θολό. Αντί να νιώσω την ανασφάλεια που ίσως θα περίμενε κανείς, αισθάνθηκα μια απελευθέρωση· η απουσία λεπτομερειών στην όρασή μου, έφερε μαζί της και μια ηρεμιστική «αφαίρεση» των σκέψεων. Ηταν μια διαδικασία απρόσμενα χαλαρωτική.

Οταν έφυγα την τελευταία φορά από το εργαστήριο, ο πίνακας είχε ήδη αρχίσει να παίρνει μορφή, όμως το τελικό αποτέλεσμα ήταν εκείνο που με εντυπωσίασε πραγματικά. Παρότι η πόζα δεν θα χαρακτηριζόταν ίσως κολακευτική, ο ρεαλισμός και η εντυπωσιακή λεπτομέρεια της Λήδας ανέδειξαν μια εικόνα βαθιάς οικειότητας και ηρεμίας, επαναφέροντάς μου την ίδια αίσθηση ηρεμίας που είχα κατά τη διάρκεια των συναντήσεών μας. Φίλες που με γνωρίζουν χρόνια σχολίασαν το έργο ως μια κλασική εικόνα και στάση του εαυτού μου, την οποία η Λήδα κατάφερε να αποτυπώσει και να συνθέσει μοναδικά.