Πιο βαθιά στη δίνη
Ελειψα μία εβδομάδα με άδεια – ελπίζω θα το καταλάβατε, αν δεν το καταλάβατε, αυτό σημαίνει ότι κάτι κάνω πολύ λάθος. Κανονική άδεια, δεν προέκυψε τίποτα έκτακτο. Αλλά θα την έλεγες και άδεια για λόγους υγείας, διότι την ξόδεψα ολόκληρη σε κλινική αποτοξίνωσης από την επικαιρότητα. Για να μην παρεξηγηθώ, εννοώ απλώς ότι την πέρασα σε μια άλλη πόλη, πραγματικά ωραία, μακριά από εδώ και από την πολιτική δίνη που προκάλεσε το δυστύχημα των Τεμπών ή, μάλλον, η κυβερνητική αδιαφορία για το δυστύχημα, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Εδώ είχαμε αλλεπάλληλες συγκεντρώσεις, ταραχές, πρόταση δυσπιστίας, τσακωμούς στη Βουλή, χαμπάρι δεν πήρα από όλα αυτά. Ενας φίλος μόνο μου έστειλε τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας στη Βουλή σε SMS. Ημουν τόσο αλλού, που τα διάβασα και δεν καταλάβαινα. «Εκατόν πενήντα επτά υπέρ, δηλαδή έπεσε η κυβέρνηση» ψέλλισα ηλιθίως, πλην εκατό τοις εκατό ειλικρινώς. Τόσο αλλού! Κουκουρούκου…
Εντούτοις η απόσταση, εκτός από θεραπευτική, ήταν και ευεργετική, γιατί με βοήθησε να αντιληφθώ την αλλαγή που είχε συμβεί στο πολιτικό κλίμα κατά την εβδομάδα της απουσίας μου – ακριβέστερα, της αφασίας μου. Επέστρεψα, λοιπόν, ούφο το απόγευμα του Σαββάτου και μέχρι το βράδυ είχα επικοινωνήσει με επτά γνωστούς και φίλους, είτε από ανάγκη, π.χ. ο οδηγός του ταξί που με έφερε στο σπίτι από το αεροδρόμιο, είτε επειδή το επιδίωξα, τηλεφωνώντας σε φίλους για να ξέρουν ότι γύρισα. (Δυστυχώς, δεν έχω οικονόμο με λιβρέα για να τον στείλω να ανακοινώσει την άφιξή μου, όπως συμβαίνει στις υπέροχες ιστορίες του Τουργκένιεφ, με τον οποίο έκανα στενή παρέα στις διακοπές. Ευτυχώς, όμως, έχουμε κάτι πολύ καλύτερο: τη σύγχρονη τεχνολογία.) Δεν είναι πολλά πέντε-έξι άτομα ώστε να βγαίνουν ασφαλή συμπεράσματα. Εφόσον όμως γνωρίζεις τους συγκεκριμένους ανθρώπους και κατανοείς τον τρόπο που σκέφτονται, κάποιες ενδείξεις θα τις πιάσεις.
Αυτό που κατάλαβα, λοιπόν, είναι ότι η επιμονή της αντιπολίτευσης, όσο ασυνάρτητη και αν είναι, καθώς και η επιμονή των διαδηλωτών, όσο λιγότεροι και αν είναι πια από τις αρχικές συγκεντρώσεις, διαβρώνει το κλίμα εις βάρος της κυβέρνησης και κατορθώνει να σπείρει ένα αίσθημα δυσπιστίας. Δεν υποστηρίζω ότι αυτό ισχύει για ολόκληρη την κοινωνία. Ισως να ισχύει, αλλά δεν το ξέρω. Ξέρω ότι το διαπίστωσα σε συγκεκριμένα πρόσωπα του ευρύτερου κύκλου μου, πρόσωπα μάλιστα τα οποία έναντι της κυβέρνησης διάκεινται γενικώς θετικά – σε διαφορετικές αποχρώσεις κατά περίπτωση, βέβαια.
Γιατί αδιαφόρησε δύο χρόνια η κυβέρνηση; Πώς δεν εκτίμησαν τις διαστάσεις του θέματος; Αυτά τα ερωτήματα τα έχουν κυρίως οι ψηφοφόροι της κυβέρνησης – οι άλλοι έχουν διαλέξει «συγκάλυψη». Ικανοποιητική απάντηση μέχρι τώρα σε αυτά δεν έχει δοθεί και όσο η αντιπολίτευση επιμένει και καταφέρνει να συντηρεί τη δίνη συνωμοσιολογίας και μαζικών κινητοποιήσεων τόσο αρχίζουν να κλονίζονται και να αμφιβάλλουν οι φιλοξενούμενοι ψηφοφόροι, χωρίς τους οποίους δεν θα υπήρχε η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη να κυβερνά. (Οι κληρονομικοί δεν χαμπαριάζουν πολύ, για αυτούς προέχει το κόμμα…)
VENI VIDI
Κάτι τελευταίο, που αν δεν το πω θα σκάσω, κι από αύριο ξανά στην επικαιρότητα. Στο δεύτερο συλλαλητήριο της 28ης Φεβρουαρίου δεν είχα σκοπό να πάω. Δεν θα υπήρχε πια ο αυθορμητισμός του πρώτου, σκεφτόμουν, και επιπλέον ο πολιτικός, αντικυβερνητικός χαρακτήρας του ήταν πολύ πιο καθαρός και σαφής. Επομένως, για εμένα δεν έχει θέση, είπα, και τελείωσε. Ετσι νόμισα τουλάχιστον. Γιατί, περιδιαβάζοντας τις ειδήσεις στο Internet, σε στυλ χαλαρό, με ένα φλιτζάνι καφέ και αραχτός, δεύτερη ή τρίτη είδηση μου βγήκε η ευγενής μορφή του κ. Χρήστου Σταϊκούρα και από κάτω οι δηλώσεις του, πάντα στον εκνευριστικό ενεστώτα διαρκείας της ακατάβλητης δραστηριότητας: κάνουμε, δείχνουμε, σχεδιάζουμε, προχωράμε, δημιουργούμε κ.ο.κ. Δεν ήθελα κάτι περισσότερο. Σηκώθηκα όπως ήμουν και πήγα κι εγώ στο Σύνταγμα. Για λίγο, στην άκρη, με τους κανονικούς ανθρώπους. Ημουν εκεί όμως.