Χωρίς αδιέξοδο
Για δεύτερη φορά μέσα σε έντεκα μήνες, η κυβέρνηση αντιμετώπισε πρόταση δυσπιστίας που υπέβαλε εναντίον της η αντιπολίτευση. Και μάλιστα για το ίδιο θέμα.
Κατ’ αρχάς να θυμίσω ένα ιστορικό δεδομένο. Από το 1974 και τη Μεταπολίτευση, καμία κυβέρνηση δεν έχει ανατραπεί από την αντιπολίτευση με ψήφο δυσπιστίας στη Βουλή.
Παρ’ όλα αυτά έχουμε δύο περιπτώσεις όπου μια κυβέρνηση δρομολόγησε μόνη της εξελίξεις.
¢ Το 1993 όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προχώρησε σε πρόωρες εκλογές επειδή οι βουλευτές του είχαν περιοριστεί σε 150 και ο Α. Σαμαράς απειλούσε να τον ανατρέψει σε πρώτη ευκαιρία.
¢ Το 2011 όταν μπροστά στις αντιδράσεις για το Μνημόνιο, ο Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία ώστε να ανοίξει τον δρόμο στην κυβέρνηση Παπαδήμου και σε μια σύμπραξη με την αντιπολίτευση.
Δύο περιπτώσεις που περισσότερο παρέπεμπαν σε μια «αδυναμία διακυβέρνησης» που εξελίχθηκε σε ειδικές συνθήκες. Μέσα σε πενήντα χρόνια δημοκρατίας δεν είναι πολλές.
Και ο λόγος είναι απλός. Επειδή το Σύνταγμα και το ίδιο το πνεύμα της δημοκρατίας προτάσσουν τη σταθερότητα και τις αβίαστες, ομαλές εξελίξεις. Δεν αγαπούν τα αδιέξοδα.
Δεν αποκλείουν προφανώς την αλλαγή, ακόμη και την ανατροπή μιας κυβέρνησης. Αλλά μέσα από σαφώς οριοθετημένες και νόμιμες διαδικασίες που δεν θα τροφοδοτούν διχαστικές κι αγεφύρωτες συγκρούσεις.
Κοινώς, η δημοκρατία δεν είναι καθεστώς για κατσαπλιάδες ή τυχοδιώκτες. Ούτε πορεύεται όπου φυσάει ο άνεμος με βάρκα την ελπίδα.
Είναι ένα συντεταγμένο πολίτευμα. Με θεσμούς, διαδικασίες και κανόνες. Οποιος φιλοδοξεί να την υπηρετεί θα πρέπει να παίζει με τους κανόνες της.
Προ ημερών, τέσσερις πρώην και νυν καθηγητές Πανεπιστημίου ζητούσαν «μια Ανεξάρτητη Επιτροπή Αλήθειας για τα Τέμπη» («ΤΑ ΝΕΑ», 24/2).
Παράξενο αίτημα. Θα περίμενε κανείς ότι τέσσερις ακαδημαϊκοί δάσκαλοι έχουν ακούσει πως η έγκυρη αναζήτηση της αλήθειας είναι ακριβώς η δουλειά μιας ανεξάρτητης Δικαιοσύνης.
Την οποία μπορεί να μην υπολήπτονται ή να μην εμπιστεύονται οι ίδιοι (δικαίωμά τους…) αλλά αυτό δεν μεταβάλλει την υποχρέωση της Δικαιοσύνης να κάνει τη δουλειά της όσο καλύτερα μπορεί.
Και σε αντίθεση με όσα προτείνουν οι τέσσερις καθηγητές, δουλειά της Δικαιοσύνης είναι να απονέμει δικαιοσύνη και όχι «να αποκτήσει χειροπιαστό στόχο το κίνημα των Τεμπών» όπως καταλήγει το άρθρο τους.
Υποψιάζομαι λοιπόν ότι το πραγματικό ζητούμενο δεν είναι να περιγράψει ο καθένας το αδιέξοδό του. Είναι να εγγράψει ο καθένας τις απόψεις, τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες του στο πλαίσιο μιας φυσιολογικής λειτουργίας της δημοκρατίας.
Και όχι φυσικά να φτιάξει τη δημοκρατία (ή τη Δικαιοσύνη…) που τον βολεύει με κάθε είδους «ανεξάρτητες επιτροπές» της πυρκαγιάς.
Μιλώντας στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο Μητσοτάκης υπενθύμισε ότι «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα…» (26/2).
Είναι ένα παλιό αξίωμα και προφανώς έχει δίκιο. Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα διότι η ίδια η δημοκρατία έχει βρει τον τρόπο να υπερβαίνει τα αδιέξοδα. Πώς; Προσφεύγει στη Βουλή ή κάνει εκλογές.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η Βουλή ή οι ψηφοφόροι έχουν σε κάθε περίπτωση δίκιο ή ότι κρίνουν πάντα σωστά.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γαλλίας. Τον Ιούνιο 2024, ο Μακρόν επιχείρησε να αντιμετωπίσει ένα διαφαινόμενο αδιέξοδο, έκανε εκλογές και εισέπραξε ένα χειρότερο αδιέξοδο.
Το γεγονός επιβεβαιώνει όμως πως ούτε στη Γαλλία, ούτε κάπου στη δημοκρατική Ευρώπη, έχει βρεθεί άλλη κοινά αποδεκτή μέθοδος να λύνουμε δημοκρατικά τις διαφορές μας.
Αν προσπεράσουμε αυτό το πλαίσιο κι αν ξεφύγουμε από αυτή τη μέθοδο, τότε έχουμε καταλύσει την ίδια τη δημοκρατία.
Αυτό σημαίνει ότι ο Μητσοτάκης θα κάνει εκλογές; Οχι απαραίτητα. Η κυβέρνησή του έχει ακόμη εφόδια και πολιτικό κεφάλαιο για να αμυνθεί.
Οι εκλογές είναι πάντα η έσχατη λύση. Από τη στιγμή μάλιστα που η θεωρία του ΣΥΡΙΖΑ περί «απονομιμοποίησης της κυβέρνησης» είναι μάλλον λόγια εμψύχωσης ενός πτοημένου στρατεύματος κι ουδείς τα παίρνει πολύ σοβαρά.
Σε κάθε περίπτωση όλοι μπορούν να καταλάβουν ότι οι κυβερνήσεις «απονομιμοποιούνται» στη Βουλή ή την κάλπη. Οχι σε συνεδριάσεις κομματικών οργάνων στην Κουμουνδούρου ή σε διαδηλώσεις.
Από την άλλη πλευρά όμως ούτε μια ενδεχόμενη προσφυγή στην κάλπη είναι αυτονόητη κι ακίνδυνη επιλογή.
Ιδίως όσο υπάρχει το ενδεχόμενο να την πάθει η κυβέρνηση σαν τον Μακρόν και να επιστρέψει από τις κάλπες με ένα πραγματικό αδιέξοδο.
Κάτι φυσικά που (προς το παρόν, τουλάχιστον…) δεν συνιστούν οι διαδηλώσεις για τα Τέμπη όσο ηρωικά κι αν τις περιγράψει κανείς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πάθη και οι συγκινήσεις βρίσκονται σε έξαψη. Είτε είναι βάσιμα, είτε αβάσιμα, θα χρειαστεί χρόνος να καταλαγιάσουν. Οπως θα χρειαστεί και χρόνος να καταλάβουμε τι συνέβη και γιατί συνέβη.
Αυτά όμως προκύπτουν στις δημοκρατίες ακριβώς επειδή δεν είναι αποστειρωμένα καθεστώτα, όπως ευτυχώς δεν είναι ούτε η δική μας. Ενίοτε ντεραπάρουν.
Ακόμη κι έτσι όμως η μέθοδος επαναφοράς παραμένει ίδια κι αναντικατάστατη.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα αποφασίσει αν εμπιστεύεται την κυβέρνηση κι οι δικαστές θα σηκώσουν τα μανίκια να αποδώσουν δικαιοσύνη.
Ούτως ή άλλως δεν έχει μείνει κάτι κρυφό, ούτε φαίνεται να επιδιώκει κάποιος μια συγκάλυψη ή μια συσκότιση που ούτως ή άλλως κανείς δεν μπορεί να επιβάλει.
Απλώς θα εγγραφεί στην πολιτική ιστορία μας η απορία πώς και γιατί η κυβέρνηση κατάφερε να χρεωθεί μια μομφή που καταφανώς ούτε μεθόδευσε, ούτε επιδίωξε.
Δεν πιστεύω στην αλαζονεία, που είπε ο Ανδρουλάκης. Πιστεύω όμως πολύ στην αυταρέσκεια και τον εφησυχασμό που συνήθως τη συνοδεύει.