Τέμπη και θεσμική αναξιοπιστία
Τη θεσμική αναξιοπιστία που καταγράφεται στις έρευνες κοινής γνώμης προκάλεσε ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκαν η κυβέρνηση και η δικαιοσύνη το έγκλημα των Τεμπών.
Ομως προϋπήρχε ένα υπόστρωμα παραβιάσεων του κράτους δικαίου και αμφισβήτησης της δικαστικής εξουσίας, που οφείλεται σε διαχρονικές παθογένειες.
Τις κυριότερες αποτελούν οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και οι σκιές ως προς την ανεξαρτησία της. Δεν πρόκειται μόνο για υποθέσεις με ευρεία δημοσιότητα, όπως η δίκη της Χρυσής Αυγής, το Μάτι και τα εξοπλιστικά προγράμματα, αφού η Ελλάδα έχει καταδικαστεί κατ’ επανάληψη από το ΕυρΔΔΑ για καθυστερήσεις και σε υποθέσεις μικρότερης σημασίας.
Ωστόσο τον προπομπό για την κατάρρευση της αξιοπιστίας των θεσμών αποτέλεσε, περισσότερο από κάθε άλλη υπόθεση, το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Συγκρίνοντας τα Τέμπη με το σκάνδαλο των υποκλοπών διαπιστώνουμε πολλές ομοιότητες, αλλά και δύο σημαντικές διαφορές ως προς τον τρόπο που η κυβέρνηση, η Βουλή και η δικαιοσύνη αντιμετώπισαν τις δύο υποθέσεις.
Ενδεικτικά, τόσο στις υποκλοπές όσο και στα Τέμπη καταστράφηκε κρίσιμο αποδεικτικό υλικό.
Οι εξεταστικές επιτροπές στη Βουλή δεν οδήγησαν πουθενά επειδή η πλειοψηφία δεν επέτρεψε να κληθούν κρίσιμοι μάρτυρες και να προσκομιστούν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία όπως είχε ζητήσει η αντιπολίτευση. Επίσης και στις δύο υποθέσεις έγινε αντικατάσταση ανακριτών, και μάλιστα στην υπόθεση των Τεμπών ύστερα από έμμεση υπόδειξη της εκτελεστικής εξουσίας.
Διαφέρουν όμως οι υποκλοπές από τα Τέμπη επειδή θεωρήθηκε ότι οι παρακολουθήσεις δεν αποτελούν κάτι καινοφανές αλλά αφορούν ιδίως τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ. Αντίθετα, στα Τέμπη το έγκλημα αφορά τον θάνατο 57 νέων ανθρώπων και δεν είναι πολιτικά πρόσωπα ή δημοσιογράφοι εκείνοι που ζητούν να διαλευκανθεί το σκάνδαλο, αλλά οι στενοί συγγενείς των θυμάτων. Εύλογα λοιπόν η οργή και οι αντιδράσεις οδήγησαν σε ευρύτερη κρίση.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης απέναντι σε πυλώνες της δημοκρατίας. Η υπόθεση των υποκλοπών και στη συνέχεια τα Τέμπη αποκάλυψαν ένα βαθύ κράτος, ένα υπερσυγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης και ιδιωτικοποιημένες, υπό διάλυση υπηρεσίες όπως ο σιδηρόδρομος, εγκιβωτισμένα στο περίβλημα του αποκαλούμενου επιτελικού κράτους, που έχει αποδυναμώσει όλα τα θεσμικά αντίβαρα: Το Κοινοβούλιο, τις ανεξάρτητες αρχές, τα ΜΜΕ, τη δικαιοσύνη.
Τα Τέμπη δεν αποκάλυψαν ήδη γνωστές παθογένειες αλλά φώτισαν σαν προβολέας το βάθος των ρωγμών στη λειτουργία του κράτους. Για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στους θεσμούς χρειάζονται αλλαγές στο Σύνταγμα και στη λειτουργία της δικαιοσύνης, όπως να απεμπλακεί η ποινική δίωξη των υπουργών από απόφαση της Βουλής, να μην επιλέγεται η ηγεσία της δικαστικής εξουσίας από την κυβέρνηση και να διασφαλιστούν αντίβαρα απέναντι στην πρωθυπουργική παντοκρατορία.
Αναζητώντας μια διέξοδο για τη διαλεύκανση όσων έγιναν στα Τέμπη, προτείναμε με τους συναδέλφους Α. Λιάκο, Ν. Μαραντζίδη και Γ. Σωτηρέλη τη σύσταση Ανεξάρτητης Επιτροπής Αλήθειας, όπως έχει συμβεί σε πολλές χώρες όταν η αποτυχία διαχείρισης τραυματικών γεγονότων προκάλεσε κρίση αξιοπιστίας των θεσμών.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι συνταγματολόγος, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο