Νιώθαμε ότι κλέψαμε κάτι από κάποιον
Φάνταζε ιδανική εκκίνηση συζήτησης η αναδρομή στην πολυσυζητημένη επανασύνδεσή τους, στα ανέκδοτα που κυκλοφόρησαν, στην αίσθηση της νοσταλγίας που ξύπνησαν στους θαυμαστές τους, αλλά και στην εντυπωσιακή επιτυχία που συνεχίζουν να απολαμβάνουν σήμερα. Σ’ έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, πώς αντιλαμβάνεται αυτή την κατάκτηση; Προσπαθούσα να μαντέψω την απάντησή του παρατηρώντας τον να τακτοποιείται στο τραπέζι του εστιατορίου. Τα πράγματα συχνά εξελίσσονται καλύτερα όταν επιλέγεται ο απλούστερος δρόμος. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτός ο δρόμος ήταν η ολοκλήρωση της παραγγελίας του φαγητού, την οποία ανέλαβε ο Φίλιππος Πλιάτσικας με τη χαρακτηριστική του ευγένεια.
Μου εξήγησε πως τα τελευταία χρόνια η σχέση του με το φαγητό, ειδικά το βράδυ, είναι πολύ συγκεκριμένη. Το ίδιο και με το ποτό. Ωστόσο η πραγματικότητα δεν ήταν πάντα αυτή – ιδιαίτερα τα χρόνια της μεγάλης επιτυχίας. Από εκείνες τις σελίδες άρχισε ο καλός τραγουδοποιός να ανασύρει τις αναμνήσεις του και αξίζει να σταθούμε σε αυτό το σημείο της αφήγησής του: «Συχνά οι άνθρωποι αναμοχλεύουν – στους καλλιτέχνες είναι συνηθισμένο – κάτι που μοιάζει μ΄ ένα αίσθημα κατωτερότητας. Είναι μια συζήτηση που κάνουμε συχνά με τον Μπάμπη. Οταν έγινε η έκρηξη με τους Πυξ Λαξ, αισθανόμασταν περίεργα. Αναρωτιόμασταν πώς γίνεται οι φτωχοδιάβολοι από το Μενίδι, δυο παιδιά outsiders, να έχουν έναν κόσμο στα πόδια τους. Νιώθαμε ότι κλέψαμε κάτι από κάποιον. Το συναίσθημα της “υπεξαίρεσης” έχει διαφορετικές αφετηρίες για τον κάθε άνθρωπο. Οι δικές μου, όπως φαντάζομαι και του Μπάμπη, είναι το μέρος όπου μεγαλώσαμε. Προερχόμαστε από οικογένειες βιοπαλαιστών που τα έφερναν δύσκολα βόλτα, ανθρώπων που η φωνή τους δεν ακουγόταν πέρα από την αυλή τους. Ισως εδώ βρίσκεται μια θεμελιώδης εξήγηση για τον τρόπο που θελήσαμε να μεταδώσουμε τα συναισθήματά μας μέσω της μουσικής». Δεν είναι άτοπη η ερμηνεία που δίνει και τη φωτίζει ακόμη περισσότερο μιλώντας για την επιθυμία του καλλιτέχνη να συνδεθεί με το πιο βαθύ κομμάτι της ύπαρξής του. Χρησιμοποιεί μια λέξη που έχει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα: ανάγκη. «Αυτή η ανάγκη που συνδέεται με το βαθύτερο κομμάτι ίσως να “πουλάει”. Ωστόσο, όταν αποκτά τη μορφή αυτοσκοπού, μπορεί να προδιαγράψει έναν λανθασμένο δρόμο για την καλλιτεχνική διαδικασία». Παραδέχεται ότι τα όρια μεταξύ της πραγματικής επιθυμίας και εκείνης που εξυπηρετεί τις απαιτήσεις της αγοράς είναι δυσδιάκριτα.
«Αυτό δεν είναι εύκολο να το ξεχωρίσεις. Το βασικό ερώτημα για μένα είναι ποια είναι η πιο βαθιά σου ανάγκη. Πριν ξεκινήσεις την ηχογράφηση, με ρώτησες αν υπάρχει μέσα σε κάθε καλλιτέχνη μια εσωτερική πηγή, κάτι σαν προαίσθημα που τον ωθεί να δημιουργεί. Για μένα, το πιο σημαντικό είναι να συνδεθώ με αυτή την εσωτερική πηγή. Τότε συμβαίνει το θαύμα, και το αναγνωρίζουμε όταν το βλέπουμε και σε άλλους. Ανήκουμε σε αυτούς που θαυμάζουν άλλους καλλιτέχνες και έχουμε στη δισκογραφία μας έργα ανθρώπων που εκπέμπουν αυτή την εσωτερική τους σπίθα».
Ο θαυμασμός και η αγάπη για τους ομότεχνούς τους είναι ζωτικής σημασίας γιατί, όπως λέει, τους θρέφει, τους μεγαλώνει και τους εξελίσσει. «Είναι απαραίτητο να συμβαίνει, ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που είμαστε εγωπαθείς, εγωμανείς. Αν υποθέσουμε ότι είμαστε 100 καλλιτέχνες, είμαστε και οι 100 φωτεινοί παντογνώστες. Συμπεριφερόμαστε λες και μόνο εμείς έχουμε τη γνώση της απόλυτης αλήθειας και κανείς άλλος. Ε, αυτό είναι πρόβλημα. Δεν μπορώ να το αναγνώσω διαφορετικά. Ο τρόπος για να το αποφύγεις είναι να βρίσκεσαι σε συνεχή επικοινωνία με το κομμάτι που σου υπενθυμίζει γιατί έγινες καλλιτέχνης. Εκείνο που σε κρατάει κοντά στα πιο μυστικά σου κομμάτια, τα πιο σκοτεινά, που σε συνδέει με το Σύμπαν, που εμπεριέχει την υπαρξιακή αναζήτηση, τον φόβο του θανάτου και τον έρωτα, ο οποίος λειτουργεί ως προσωρινό αναλγητικό μπροστά σε αυτό που αγνοείς ότι μπορεί να σου συμβεί!». Ετσι αντιλαμβάνεστε τον έρωτα, ως παυσίπονο; «Ναι, σαν μια αλοιφή στο τραύμα της δύσκολης γνώσης σε σχέση με την ύπαρξη! Αυτή η φλόγα που πολύ ωραία περιέγραψες, μας πυροδοτεί για να δημιουργήσουμε με βάση την αλήθεια μας. Στην περίπτωση των Πυξ Λαξ, το στοιχείο που μας κάνει να νιώθουμε περήφανοι είναι ότι δεν διαχειριστήκαμε την κατάσταση με αλαζονεία, απλώς και μόνο επειδή ό,τι αναφέρουμε έχει εμπορική αξία. Αυτό το υπογράφω, δεν έχει συμβεί ποτέ. Κάναμε πέντε Λυκαβηττούς sold out όταν ήμασταν σε νεαρή ηλικία, στο τέλος της δεκαετίας του ’90, και μετά πηγαίναμε στους φίλους μας στην πλατεία στο Μενίδι και αυτό μας χαροποιούσε και ήμαστε περήφανοι».
Η επώδυνη κατάδυση
Πώς μπορεί ένα 18χρονο παιδί να έχει τέτοια συναισθηματική και πνευματική ωριμότητα; «Μα ό,τι περιγράφω δεν είναι αποτέλεσμα ώριμης φιλοσοφημένης σκέψης. Ή είσαι έτσι ή δεν είσαι. Οταν θα κάνεις αυτή την επώδυνη κατάδυση και διαπιστώσεις ότι έχει απήχηση, ότι πουλάει, πώς αντιδράς; Ψάχνεις να βρεις τρόπους να διαιωνίσεις την πώληση ή συνεχίζεις τις βουτιές και όπου βγει; Εμείς επιλέξαμε το δεύτερο. Οχι πως ήμασταν φιλόσοφοι από τότε, το αντίθετο. Ημασταν για τα “λιοντάρια”. Ημασταν τυχεροί γιατί συναντήσαμε τον Μάνο Ξυδού που ήταν 16 χρόνια μεγαλύτερος από εμάς και μας αγαπούσε ανιδιοτελώς όπως τον κάθε νέο άνθρωπο που είχε ταλέντο και πάλευε για κάτι. Καθόλου σίγουρος δεν είμαι για το τι θα είχαμε πετύχει ή πώς θα εξελισσόμασταν αν δεν μας στήριζε, δεν μας ενέπνεε για να προχωρήσουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Κυκλοφορήσαμε τον δίσκο “Ο ήλιος του χειμώνα με μελαγχολεί” και έπειτα έναν πιο λαϊκόχρωμο, “Οι πρίγκιπες της δυτικής όχθης”, μέσα στον οποίο συνυπήρχαν ο ροκ ήχος με τον πιο παραδοσιακό. Η έντεχνη σκηνή μάς κοιτούσε με μισό μάτι. Τώρα, ευτυχώς, έγινε μόδα – και μας κοιτάνε με το άλλο μισό μάτι! Αυτό που φτιάχναμε ήταν ένα μείγμα της πολυπολιτισμικότητας και της οικουμενικής σκέψης που χαρακτήριζαν την μπάντα μας. Λειτουργούσαμε ως μια πολυδιάστατη κολεκτίβα, ανοιχτή και φιλόξενη, που άπλωνε τα φτερά και την αγκαλιά της. Δεν ήμασταν περιχαρακωμένοι, ούτε πιστεύαμε ότι επειδή προσελκύαμε περισσότερους θεατές θα έπρεπε να “προστατεύσουμε” το φανατικό μας κοινό. Πάντα ξεκινούσαμε από το μηδέν». Εδώ περιγράφει λεπτομέρειες που αντικατοπτρίζουν τη γενικότερη αντίληψη που είχαν για την τέχνη που λάτρευαν και την επιλογή τους να τη δημιουργούν. Παράδειγμα, όταν κυκλοφόρησαν τη «Στίλβη», απομακρύνθηκαν ηχητικά από τους προηγούμενους δίσκους τους, υιοθετώντας μια νέα κατεύθυνση. «Φαίνεται απλό τώρα που το αναφέρουμε, αλλά δεν είναι. Διότι αυτοί οι τύποι – εμείς – οι οποίοι είχαν βρει έναν ήχο που τους πρόσφερε πλατινένιους δίσκους, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική των καλλιτεχνών, θα έπρεπε να ακολουθήσουν την επανάληψη. Γιατί η πλειονότητα ακολουθεί τις προτιμήσεις του κοινού. Εμείς εκτιμούσαμε και εκτιμούμε τους καλλιτέχνες που είναι πρωτοπόροι και ανοίγουν νέους δρόμους. Που δεν ακολουθούν την πεπατημένη. Ετσι θέλαμε να πορευτούμε. Ακόμη και σήμερα, σε αυτή την ηλικία, με αυτές τις εμπειρίες που έχουμε, η ψυχή μας παραμένει εφηβική και τολμάμε τις βουτιές προς τα μέσα. Αυτό μας οδήγησε με τον Μπάμπη (σ.σ.: Στόκα) στο στούντιο ξανά, ύστερα από επτά χρόνια, για να ηχογραφήσουμε πάλι καινούργια κομμάτια ως Πυξ Λαξ. Ελπίζουμε να βγει κάτι καλό και να το κυκλοφορήσουμε πριν από την περιοδεία του καλοκαιριού. Γιατί ό,τι δημιουργούμε δεν σημαίνει ότι αφορά τον κόσμο».
Ο Φίλιππος Πλιάτσικας έχει ήδη κυκλοφορήσει τη νέα του δουλειά «Θ’ ανθίσουμε πάλι», η οποία δίνει και τον τίτλο της συναυλίας του στο Christmas Theater που θα γίνει στις 6 Ιανουαρίου (συμμετέχουν Φοίβος Δεληβοριάς, Ελεονώρα Ζουγανέλη, Νατάσσα Μποφίλιου Μίλτος Πασχαλίδης). «Περιλαμβάνει 12 τραγούδια, κάποια παλαιότερα που τα ξαναφρεσκάρισα και καινούργια. Ο υπότιτλος της συναυλίας γράφει “30 χρόνια Φίλιππος Πλιάτσικας”. Το σωστό όμως είναι 35 χρόνια. Ο Μιχάλης Κουμπιός – διοργανωτής – μου εξήγησε ότι το μέτρημα ξεκινάει από τότε που έπιασα μικρόφωνο στα χέρια. Η αλήθεια είναι ότι πριν στεκόμουν όσο γινόταν πιο μακριά από αυτό. Το φοβόμουν. Επαιζα μόνο κιθάρα στα σκοτάδια. Εβγαινε ο Μπαμπίνος μπροστά και “καθαρίζαμε”. Ερχεται κάποια στιγμή ο Μάνος (σ.σ.: Ξυδούς) και μου λέει “ψηλέ, θα τραγουδήσεις”. Αρνήθηκα. Τότε είχα γράψει τις “Παλιές αγάπες”. Πάω την κασέτα με το τραγούδι στη Μάρω Βαμβουνάκη (σ.σ.: η οποία έγραψε τους στίχους) να το ακούσει. Της αρέσει πολύ, αλλά για να μας δώσει την άδεια έβαλε όρο να το τραγουδήσω εγώ. Ετσι ξεκίνησα ως τραγουδιστής».
Ο κύκλος της κατάθλιψης
Τι φοβόσασταν; «Το μικρόφωνο απαιτεί ξεγύμνωμα, κάθε φορά να λες την αλήθεια σου. Είχα πολλές φοβίες. Δεν ήθελα να πω ψέματα, αλλά δεν μπορούσα να πω και την αλήθεια μου. Προερχόμουν από μια περίεργη κατάσταση με καταθλίψεις και χρήση ουσιών όλων των ειδών. Ο κύκλος από την κατάθλιψη στο τραγούδι και από το τραγούδι στην κατάθλιψη έγινε πολλές φορές».
Με την ψυχανάλυση, το διάβασμα, τους φίλους, ο Φίλιππος Πλιάτσικας βρήκε την άκρη του. Πιστεύει επίσης πολύ στις παρέες, και αυτό το τονίζει εμμονικά στις πολυπληθείς συναυλίες τους. Σε αυτές που, όπως λέει, τους επιτρέπουν να βιώνουν ξανά το τέλος της δεκαετίας του ’90, καθώς ένα μεγάλο μέρος του κοινού αποτελείται από νέα παιδιά. «Πιστεύω ότι μόνο μέσω του ανθρώπινου παράγοντα μπορεί κανείς να εξηγήσει αυτή την ανανέωση. Αλλωστε, η Ιστορία έχει δείξει ότι ο απρόβλεπτος ανθρώπινος παράγοντας έχει καταφέρει να ανατρέψει αυτοκρατορίες. Οταν οι άνθρωποι καταφέρνουν να συνεννοηθούν και γίνονται συλλογικό ρεύμα ή κίνημα, δεν χάνουν ποτέ. Ο ανθρώπινος παράγοντας, πιστεύω, θα σταθεί νικητής απέναντι στην επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης». Επισημαίνει και κάτι ακόμη που συμβαίνει και μοιάζει παράδοξο: «Σε ορισμένες πόλεις της Ελλάδας σήμερα, βιώνουμε περισσότερη προσέλευση από ό,τι την εποχή των μεγάλων μας επιτυχιών. Αυτή η ανανέωση διατρέχει γενιές και είναι ένα ευλογημένο δώρο για εμάς, καθώς μας επιβραβεύει. Πιστεύω ότι η στάση σου απέναντι στην τέχνη είναι ουσιαστικά μια πολιτική θέση. Ως συγκρότημα, είχαμε επιλέξει να μην ακολουθήσουμε τον εύκολο δρόμο της απομόνωσης και της καταγγελίας των άλλων καλλιτεχνών. Για εμάς, η πραγματική επανάσταση είναι να δρούμε με θετικό πνεύμα. Το να μας ακολουθεί λοιπόν η νέα γενιά, η οποία έχει ανάγκη να συγκρουστεί με το παλιό, να κάψει τα παλιά σύμβολα, είναι εύσημο». Φοβηθήκατε ποτέ ότι μπορεί να μπείτε σε αυτή τη λίστα των παλαιών συμβόλων; «Μα πώς να φοβηθείς όταν ξυπνάς και είσαι κάθε μέρα καλά; Οταν είπαμε το 2004 ότι σταματάμε, δεν είχαμε γεμάτες τις τσέπες μας. Ολα αυτά τα καραγκιοζιλίκια που έχουν ακουστεί κατά καιρούς, από διάφορους haters, να λένε ανυπόστατα πράγματα, με κάνουν να γελάω. Αν συνεχίζαμε το 2004, ναι, θα γεμίζαμε τις τσέπες μας».
Διανύσατε την περίοδο της ακμής σας χωρίς οικονομικές απολαβές; «Ουσιαστικά, για να προστατεύσουμε αυτό που ζούσαμε – και όπως αποδείχθηκε το προστατεύσαμε διότι είχε επέλθει κορεσμός –, σταματήσαμε μη γνωρίζοντας τι θα συμβεί. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν θα είχαμε την επιτυχία που ζούσαμε ως Πυξ Λαξ. Αποδείξαμε, κυρίως στον εαυτό μας, ότι μπορούσαμε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις. Είμαστε πολύ γεμάτοι από την αγάπη του κόσμου. Είμαστε χορτασμένοι. Και δεν κατανοώ τους καλλιτέχνες τους παλαιότερους αλλά και της δικής μας γενιάς που είναι αχόρταγοι. Και ο κόσμος ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη». Ετσι, καθώς η συζήτηση έφτασε στο τέλος της, προέκυψε μια σαφής απάντηση στο αρχικό ερώτημα.