«Φόροι λίπους»: ναι ή όχι – και γιατί;
«Φόρος στη ζάχαρη», «φόρος λίπους», «φόροι αμαρτίας»… Οποια ονομασία κι αν διαλέξει κανείς, πρόκειται για ένα φοροεισπρακτικό μέτρο που όμως η επιστημονική κοινότητα το διαχωρίζει από το πεδίο της αμιγούς φορολογικής αν όχι φορολαγνικής πολιτικής.
Αντιθέτως, έχει καθιερωθεί ως εργαλείο προάσπισης της δημόσιας υγείας, λειτουργώντας ως αντικίνητρο για την εκτέλεση ενός προμελετημένου εγκλήματος – όπως είναι η υιοθέτηση ανθυγιεινών συμπεριφορών – κατά της υγείας (μας).
Πόσο, όμως, οι φόροι αυτοί επηρεάζουν τις επιλογές μας;
Κι αν για ορισμένους ισοδυναμούν με ένα επιπλέον δίχτυ προστασίας ώστε οι πολίτες να μην… ολισθαίνουν προς βλαβερές αγοραστικές επιλογές, μήπως στην πράξη αμβλύνουν την αγοραστική ανισότητα αδειάζοντας κατά συνέπεια τα καλάθια των οικονομικά πιο αδύναμων πολιτών;
Η συζήτηση αυτή αναζωπυρώθηκε αιφνιδιαστικά – και μάλιστα σε μία παράδοξη χρονική περίοδο όπου οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα και το αλκοόλ έχουν την τιμητική τους…
Αιτία στάθηκε η πρόσφατη πρόταση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που θέλει τη χώρα μας να επιβάλλει φόρους σε βλαβερά για την υγεία προϊόντα.
Οι συντάκτες της ίδιας έκθεσης επικαλούνται επίσημα στατιστικά δεδομένα που αποκαλύπτουν πως οι Ελληνες… καταδυναστεύονται από τα (διατροφικά και μη) πάθη τους, με τις συμπεριφορές αυτές να κοστίζουν ακριβά αφενός στην υγεία τους και αφετέρου στο σύστημα υγείας. Είναι ενδεικτικό πως το κάπνισμα συνέβαλε στο 22% των θανάτων εντός των συνόρων το 2019, έναντι 17% στην ΕΕ κατά μέσο όρο.
Αντίστοιχα, παρότι η κακή διατροφή συμβάλλει λιγότερο στους θανάτους, συγκριτικά με άλλες χώρες, η παχυσαρκία στους νέους έχει αυξηθεί σημαντικά (από 22% το 2018 σε 28% το 2022) με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τα στοιχεία αυτά συνηγορούν, σύμφωνα με τους ειδικούς του Οργανισμού, ότι η φορολόγηση του καπνού και των ανθυγιεινών τροφίμων μόνον θα ωφελούσε τον πληθυσμό της χώρας, κατευθύνοντας τους πολίτες προς πιο υγιεινές συμπεριφορές και αυξάνοντας συνάμα τα έσοδα για την αντιμετώπιση των δαπανών υγείας.
«Για την Ελλάδα, μια αύξηση της τάξεως του 20% στις τιμές των τσιγάρων και των αναψυκτικών με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη θα μπορούσε να αποφέρει τουλάχιστον 350 εκατομμύρια ευρώ σε φορολογικά έσοδα.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι μια τέτοια πολιτική σταδιακά θα βελτίωνε τις συμπεριφορές υγείας, οδηγώντας σε σημαντικά μελλοντικά οφέλη για την υγεία του πληθυσμού», ήταν το συμπέρασμα των πρόσφατων εκτιμήσεων του επίκουρου καθηγητή Οικονομικών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, Κώστα Αθανασάκη, ο οποίος συνεργάστηκε με τον επίκουρο καθηγητή Οικονομικών της Υγείας στη London School of Economics & Political Science (LSE), Ηλία Κυριόπουλο.
Μιλώντας οι ίδιοι στα «ΝΕΑ» και εστιάζοντας στην αποδοτικότητα και στα πλεονεκτήματα των εργαλείων αυτών – έχουν ταχθεί υπέρ τους εκτός από τον ΟΟΣΑ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – επιμένουν ότι «ίσως είναι πιο δόκιμο να χρησιμοποιούμε τον όρο “φόροι υπέρ υγείας”.
Οι φόροι αυτοί, άλλωστε, δεν αποτελούν απλώς ένα δημοσιονομικό εργαλείο για την αύξηση των εσόδων, όπως συμβαίνει με άλλους.
Παράλληλα, επιδιώκουν την προάσπιση της υγείας, καθώς δημιουργούν αντικίνητρα για ανθυγιεινές συνήθειες και συμπεριφορές, όπως το κάπνισμα ή η κατανάλωση αναψυκτικών με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη».
Οι φόροι που κάνουν καλό…
Μόλις τον περασμένο Απρίλιο το Imperial College Business School ανακοίνωσε ιδιαίτερα ενθαρρυντικά ευρήματα που δείχνουν πως οι «φόροι υπέρ υγείας» μπορούν να αποτελέσουν έναν σημαντικό σύμμαχο στη μάχη κατά της παχυσαρκίας.
Αναλυτικότερα, η σχετική ανασκόπηση διερεύνησε ευρήματα από 20 μελέτες παγκοσμίως, σε χώρες όπως το Μεξικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Ουγγαρία, η Δανία, η Ολλανδία, η Σιγκαπούρη και η Νέα Ζηλανδία, επιχειρώντας να χαρτογραφήσει τις εναλλακτικές διαδρομές που υιοθέτησαν οι καταναλωτές.
Στο Μεξικό, για παράδειγμα, η επιβολή φόρου της τάξεως του 8% σε επιβαρυντικά σνακ (γλυκά, δημητριακά με ζάχαρη, πατατάκια κ.ο.κ.) οδήγησε σε μείωση της πώλησης των τροφίμων αυτών κατά 18% στα σουπερμάρκετ και έως και 40% σε άλλα σημεία.
Μία ακόμη σημαντική λεπτομέρεια που ανέδειξε η ίδια μελέτη είναι πως οι ομάδες χαμηλού εισοδήματος, οι οποίες είναι αποδεδειγμένα και οι μεγαλύτεροι καταναλωτές των ανθυγιεινών αυτών σνακ, απομακρύνθηκαν (κατ’ επιλογή ή κατ’ ανάγκη) από τις συγκεκριμένες διατροφικές… αμαρτίες.
Παρ’ όλα αυτά, οι επιστήμονες στάθηκαν σε ένα ακόμη κομβικό σημείο, διαπιστώνοντας ότι το «κλειδί» για την αποτελεσματικότητα των φόρων αυτών είναι ο συνδυασμός τους με επιδοτήσεις που κάνουν προσιτά τα κατά κανόνα πιο υγιεινά τρόφιμα – όπως φρέσκα φρούτα και λαχανικά, αλλά και προϊόντα χωρίς προσθήκη ζάχαρης ή αλατιού, χαμηλά σε κορεσμένα λιπαρά, ολικής αλέσεως κ.λπ. – ιδίως στα νοικοκυριά με χαμηλά ή μεσαία εισοδήματα.
«Ναι, αυτά τα μέτρα μπορούν να είναι αποτελεσματικά.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά τους διαφέρει ανάλογα με την πληθυσμιακή ομάδα και η εφαρμογή τους πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας. Ισως και για αυτούς τους λόγους, πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει δημιουργήσει διαφωνίες και είναι δύσκολο να το διαχειριστεί κανείς πολιτικά.
Σε γενικές γραμμές, όμως, αποτελούν σημαντικά εργαλεία δημόσιας υγείας που εφαρμόζονται ήδη σε πολλές χώρες», σχολιάζουν οι Κ. Αθανασάκης και Η. Κυριόπουλος.Οπως εντούτοις παρατηρούν, «στη χώρα μας είμαστε λιγότερο τολμηροί στα θέματα δημόσιας υγείας.
Κατά αυτή την έννοια είμαστε και πιο ήπιοι, σε σχέση με άλλες χώρες, στην αντιμετώπιση του καπνίσματος ή της παχυσαρκίας. Σε τέτοια ζητήματα δεν αρκούν οι καμπάνιες ενημέρωσης ή τα προγράμματα προαγωγής υγείας.
Απαιτούνται πιο ισχυρά, σύνθετα και διεπιστημονικά εργαλεία – όπως, για παράδειγμα, οι φόροι υπέρ υγείας, αλλά όχι μόνοι τους, καθώς χρειάζεται να συνοδεύονται από ένα πλέγμα μέτρων δημόσιας υγείας».
Οσον αφορά το ερώτημα «πού καταλήγουν τα χρήματα;», ιδανικά θα έπρεπε να κατευθύνονται στα συστήματα υγείας, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα.
«Εχει αποδειχθεί ότι οι πολίτες είναι πολύ πιο δεκτικοί στην επιβολή τέτοιου είδους φόρων, όταν τα έσοδα δεσμεύονται ρητά για τη στήριξη του συστήματος υγείας (earmarking). Αυτό, όμως, προϋποθέτει πολιτική δέσμευση και βούληση για επένδυση στα συστήματα υγείας.
Εάν εφαρμόζονταν τέτοιοι φόροι στην Ελλάδα, θα ήταν εξαιρετικά σημαντικό οι πόροι που θα προκύψουν να διοχετευθούν στο σύστημα υγείας, δεδομένης της μεγάλης δημόσιας υποχρηματοδότησης που παρατηρείται σήμερα».
Και το αντιπαράδειγμα…
Τα πλούσια σε βούτυρο αρτοσκευάσματά της αλλά και τα γευστικότατα λουκάνικα, που σημειωτέον εξάγει, έχουν αναγάγει τη Δανία σε μία ξεχωριστή γαστρονομική… γωνιά του κόσμου. Ισως γι’ αυτό είχε προκαλέσει ιδιαίτερο θόρυβο το μακρινό 2011 η απόφαση επιβολής «φόρων λίπους» στα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα κορεσμένων λιπών.
Οσα ακολούθησαν έκτοτε και συγκεκριμένα τους επόμενους 15 μήνες, αποτελούν ένα «μαύρο κεφάλαιο».
Το σχετικό μέτρο κατηγορήθηκε ότι συνέβαλε στην άνοδο του πληθωρισμού στο 4,7% και μάλιστα σε μία περίοδο που οι μισθοί των Δανών μειώθηκαν κατά 0,8%.
Μοιραία, αρκετοί αγοραστές εκεί στράφηκαν σε φθηνότερα προϊόντα ή ταξίδευαν έως τα σύνορα με τη Γερμανία και τη Σουηδία για να κάνουν τις αγορές τους. Συνεπώς, κάθε άλλο παρά έκπληξη προκαλούν τα αποτελέσματα έρευνας εκείνης της εποχής, που έδειξαν ότι μόλις το 7% των Δανών μείωσε τις ποσότητες βουτύρου και τυριού.
Ισως, όμως, το πιο ανησυχητικό δεδομένο είναι πως στο διάστημα εκείνο χάθηκαν 1.300 θέσεις εργασίας. Γι’ αυτό και όταν οι φόροι καταργήθηκαν, μόνο η Ιατρική Ενωση της Δανίας εξέφρασε τη λύπη της, καλώντας την τότε κυβέρνηση να λάβει επειγόντως δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση του επιδεινούμενου προβλήματος της παχυσαρκίας.
Επιπρόσθετα, ευρήματα της έρευνας του Imperial College Business School για τη Βόρεια Αμερική και τη Νέα Ζηλανδία, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι σχετικοί φόροι χωρίς επιδοτήσεις για πιο υγιεινά τρόφιμα είναι αποτελεσματικοί στην πράξη μόνο για την αύξηση των κρατικών εσόδων. Ας το λάβουν υπόψη οι αρμόδιοι, προς αποφυγή… παρεξηγήσεων.