Το 1% που κάνει τη διαφορά
Επειδή ο άνθρωπος έχει υιοθετήσει ηθικούς κανόνες, απαντά ο γερμανός φιλόσοφος Χάνο Σάουερ στο καινούργιο του βιβλίο με τίτλο Η εφεύρεση του Καλού και του Κακού. Χάρις σε αυτούς τους ηθικούς κανόνες, ο άνθρωπος κυριάρχησε στη φύση. Και θα συνεχίσει να κυριαρχεί, έστω κι αν μοιράζεται το 99% του DNA του με τον χιμπαντζή. Αυτό το 1% είναι που κάνει τη διαφορά. Σε σχέση με τον χιμπαντζή, ο άνθρωπος είναι ό,τι το γκόλντεν ριτρίβερ σε σχέση με τον λύκο.
Η ιστορία του Σάουερ – μια ιστορία «ενοχλητικά αισιόδοξη» όπως τη χαρακτηρίζει το περιοδικό Spectator – αρχίζει πριν από πέντε εκατομμύρια χρόνια. Την εποχή εκείνη, κυρίως στην Ανατολική Αφρική, κάποια είδη που σήμερα είναι γνωστά ως Homo χωρίζουν από τους πιθήκους. Γιατί το κάνουν; Επειδή τα τροπικά δάση δίνουν τη θέση τους σε ανοιχτά λιβάδια και σαβάνες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να κρυφτούν εύκολα από τους εχθρούς τους. Αρχίζουν να περπατούν στα δύο πόδια. Και αντιλαμβάνονται ότι για να μπορέσουν να επιβιώσουν, πρέπει να συνεργαστούν στη βάση ενός ηθικού πλαισίου.
Aυτό το ηθικό πλαίσιο κληρονόμησε ο Homo sapiens κι έφτασε εδώ που έφτασε. Αν τώρα επιλέξει να αυτοκαταστραφεί, με πυρηνικά όπλα για παράδειγμα, δεν θα φταίνε οι πρόγονοί του.
Το βιβλίο του Σάουερ είναι γεμάτο με ανέκδοτα και πληροφορίες. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, ότι πριν από 500.000 χρόνια οι άμεσοι πρόγονοί μας (Homo heidelbergensis) αποφάσισαν ότι για να διαφυλαχθεί η τόσο πολύτιμη κοινωνικότητα θα πρέπει να τιμωρούνται, συνήθως με αφαίρεση της ζωής, όσοι δεν τηρούν τους κανόνες του παιχνιδιού. Σπηλαιογραφίες που χρονολογούνται πριν από 20.000 χρόνια απεικονίζουν τελετουργικούς στραγγαλισμούς. Στην αρχαία Ελλάδα, οι βασανιστές έβραζαν τα θύματά τους στο εσωτερικό ενός ορειχάλκινου ταύρου (επινόηση του γλύπτη Περίλαου) και χάρις σε ειδικούς σωλήνες που κατέληγαν στα ρουθούνια του ταύρου οι κραυγές τους ακούγονταν σαν βελάσματα.
«Ενα είδος που για εκατοντάδες γενιές σκοτώνει τα πιο πολεμοχαρή, επιθετικά και αδίστακτα μέλη του», σημειώνει ο συγγραφέας, «δημιουργεί χάρις στη φυσική επιλογή μια ισχυρή πίεση υπέρ της φιλειρηνικότητας, της ανοχής και του ελέγχου των ορμών». Με άλλα λόγια, αυτο-εξημερωθήκαμε.
Πολλοί θα παρατηρήσουν ότι αν αυτή η φιλειρηνικότητα επιτεύχθηκε με βία, δεν θα μπορούσε να διαρκέσει. Πράγματι, το ανθρώπινο είδος δεν πέτυχε ποτέ μια μόνιμη ειρήνη – ίσως επειδή, όπως γράφει ο Σάουερ, «οι άνθρωποι είναι ζώα που αναζητούν την ουσία τους και δεν τη βρίσκουν ποτέ». Τότε, πάντως, οι πολλοί ήταν αναγκασμένοι να αναζητήσουν προστασία από τους λίγους.
Πώς μάθαμε να ξεχωρίζουμε το καλό από το κακό; Τι κάνει έναν άνθρωπο καλό, κακό ή μια δόση κι από τα δύο; Ο γερμανός φιλόσοφος, που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, διηγείται και πάλι μια ωραία ιστορία, αυτή τη φορά από τη νεότερη εποχή, τη μεσαιωνική Ευρώπη. Οσοι κατηγορούνταν τότε για σοβαρά εγκλήματα διατάζονταν συχνά να βάλουν το χέρι τους σε ένα καζάνι με βραστό νερό για να βγάλουν ένα αντικείμενο. Αν καίγονταν, αυτό ερμηνευόταν ως θεϊκή ένδειξη ότι ήταν ένοχοι.
Θα περίμενε κανείς ότι από μια τέτοια δοκιμασία δεν έβγαινε κανείς αθώος. Κι όμως: έξι στους δέκα την έβγαζαν καθαρή. Η εξήγηση βρίσκεται στο ότι οι κατηγορούμενοι πίστευαν στη θεία κρίση. Οι ένοχοι, πεισμένοι ότι ο Θεός γνώριζε τα πάντα, ομολογούσαν για να γλιτώσουν τουλάχιστον το έγκαυμα. Οι αθώοι, πάλι, αρνούνταν να ομολογήσουν, αφού ήταν βέβαιοι ότι η αλήθεια θα έλαμπε. Οι ιερείς που ετοίμαζαν το καζάνι το γνώριζαν και δεν ήθελαν να θέσουν σε κίνδυνο το κύρος τους καταδικάζοντας κάποιον που μπορεί αργότερα να αποδεικνυόταν αθώος. Δεν ζέσταιναν λοιπόν αρκετά το νερό.
Για πολλές χιλιετίες, σημειώνει ο Economist, οι σημαντικότερες κοινωνικές μονάδες στηρίζονταν στη συγγένεια και η ηθική νοούνταν ως το καθήκον απέναντι στον συγγενή. Το σύστημα αυτό διαλύθηκε από την Καθολική Εκκλησία με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που τελείωσαν πριν από 500 χρόνια. Οι άνθρωποι άρχισαν να αισθάνονται περισσότερο ενοχή (επειδή έκαναν κάτι λάθος) παρά ντροπή (επειδή αποδοκίμαζαν τις πράξεις τους οι συγγενείς τους). Η άνοδος του ατομικισμού άνοιξε τον δρόμο στη νεωτερικότητα, τη συμμετοχική πολιτική και την πρόοδο της επιστήμης. Αυτό έκανε τον κόσμο πλουσιότερο. Και οι πλούσιες χώρες είναι πιο χαρούμενες από αυτές που παραμένουν φτωχές.