Το «Φλάι» επιστρέφει στη σκηνή με τη Λίλη Τσεσματζόγλου
Εννέα χρόνια μετά την πολύ επιτυχημένη πρώτη παρουσίαση, το «Φλάι» της Στέλλας Ζαφειροπούλου επιστρέφει από τις 14 Οκτωβρίου στο Faust Bar Theatre, με τη Λίλη Τσεσματζόγλου να ερμηνεύει ξανά αυτόν τον αλληγορικό μονόλογο με σαρκασμό και χιούμορ σε σκηνοθεσία Πέπης Μοσχοβάκου και μουσική Γιάννη Οικονόμου.
Ενα ιδιαίτερο πλάσμα, μια… goniurellia tridens, πετά από τόπο σε τόπο, ψάχνοντας εκείνη τη «γη» που θα την κατανοήσει και θα την αποδεχτεί. Στο ταξίδι της αυτό ανεβαίνει στον αγαπημένο της βράχο, τον Λυκαβηττό, συναντά μια… γατούλα με ροζ μυτούλα, έναν σκαντζόχοιρο ονόματι Φάουστ ή… άουτς, τον μπούφο του Ρόμπερτ Φίσερ. Κουρασμένη από το πέταγμα κάθεται στα τραπεζάκια της πλατείας στο Γκάζι και ονειρεύεται πάνω σε ένα καφάσι μπύρες. Μέσα σε μια παραίσθηση πραγματικότητας και φαντασίας, ένα έργο για τον διαρκή αποπροσανατολισμό που ο καθένας από εμάς μπορεί να βιώσει.
Γραμμένο το 2015, με τη Στέλλα Ζαφειροπούλου να συστήνεται στο θεατρικό κοινό, το «Φλάι» είναι μια πικρή σάτιρα για την ανθρώπινη απόγνωση στον δρόμο προς την αναζήτηση της ταυτότητας και της αποδοχής.
Με αφορμή την επιστροφή του «Φλάι» στη θεατρική σκηνή, η Λίλη Τσεσματζόγλου μίλησε στα «ΝΕΑ».
Εννιά χρόνια μετά συναντιέστε ξανά με το «Φλάι». Πώς είναι αυτή η επιστροφή σ’ ένα γνώριμο θεατρικό σύμπαν;
Κάθε κείμενο που έχει ουσία, όσες φορές και να το διαβάσεις πάντα θα κρύβει μικρούς θησαυρούς έτοιμους να σου αποκαλυφθούν. Από εσένα απαιτείται βέβαια κάτι αρκετά δύσκολο. Να πηγαίνεις κάθε φορά άδειος. Ετοιμος να δεχθείς και όχι να δώσεις. Στα θεατρικά έργα έχουμε πολλές φορές εμείς οι ηθοποιοί, την ψευδαίσθηση και την ανάγκη να δώσουμε κάτι, ενώ το αναγκαίο και πιο δύσκολο αλλά και μαγικό, είναι να είσαι ανοιχτός να σου δώσει εκείνο ο,τι έχει. Και εκείνο δεν έχει εγωισμό για να σου αποκρύψει τίποτα. Κάθε λέξη, κάθε φράση, κάθε σημείο στίξης στέκεται πάνω στο χαρτί παίρνοντας κάθε φορά μεγαλύτερη έκταση, βάθος και έννοια ανάλογα με τον δικό σου τρόπο προσέγγισης. Ανάλογα με τη δική σου διαθεσιμότητα να ανοίξεις περισσότερο κάθε φορά τον ορίζοντα της σκέψης, της φαντασίας και της αισθητικής σου. Οπότε τη λέξη «γνώριμο» στην ερώτηση θα την έβαζα σε εισαγωγικά και θα κρατούσα το θεατρικό σύμπαν, που εμπεριέχει αυτή την αέναη εξερεύνηση.
Το έργο εξερευνά την ανθρώπινη ανάγκη για αποδοχή. Πιστεύετε ότι αυτή η ανάγκη είναι μεγαλύτερη στην εποχή των social media και της υπερσύνδεσης, σε σύγκριση με το 2015 οπότε γράφτηκε;
Η ανάγκη για κατανόηση και αποδοχή είναι ανεξάρτητη από την προβολή αυτής της ανάγκης. Η προβολή δεν σχετίζεται με την ανακάλυψη των ζητημάτων αλλά με την έκφραση αυτών. Θέλω να πω πως ένας άνθρωπος που έχει υποστεί αποκλεισμό δεν σημαίνει πως πριν τον γνωρίσουμε εμείς δεν βίωνε αυτόν τον αποκλεισμό. Τώρα εάν εμφανίζονται με περισσότερη ευκολία ψεύτικες ανάγκες λόγω του ότι έχουμε την ευκολία – φαινομενικά, να εκφράσουμε κάτι ανοιχτά μέσω των social, αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να αναρωτηθεί ο καθένας με τον εαυτό του.
Η ηρωίδα εμφανίζεται ως ένα ιδιαίτερο πλάσμα, που δεν ανήκει πουθενά. Πώς βιώνει αυτή τη μοναξιά και την αίσθηση του αποκλεισμού; Ποια συναισθήματα φέρνει αυτό στην επιφάνεια;
Στο «Φλάι» συναντάμε ένα πλάσμα που για τον δικό του λόγο βιώνει τον κοινωνικό αποκλεισμό. Έχει ενδιαφέρον πως η Στέλλα δεν μας προσδιορίζει αυτόν τον λόγο. Γιατί στην πραγματικότητα δεν μας αφορά . Γιατί αποκλεισμό μπορεί να βιώσει ο οποιοσδήποτε. Είτε έχει εμφανώς μια «ιδιαιτερότητα», που και αυτό ακόμα δεν ξέρω πλέον αν το κατανοώ σαν έκφραση, είτε όχι. Η αίσθηση αυτής της αποκοπής από το κοινωνικό περιβάλλον είναι ίσως από τις σκληρότερες μορφές βίας που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος. Χρειάζεται τρομακτικά αποθέματα εσωτερικής δύναμης, αυτοσεβασμού, αξίας και σιγουριάς για να μπορέσει κανείς να επιβιώσει μέσα από μια τέτοια κατάσταση. Το πλάσμα που συναντάμε στο «Φλάι», προσπαθεί. Προσπαθεί να υπάρξει με όποιον τρόπο μπορεί παίρνοντας, στη φαντασία του, τη μορφή άλλων πλασμάτων για να βιώσει ή να φανταστεί πως βιώνει την αγάπη του περίγυρού του. Κάτι που φυσικά δεν του είναι αρκετό, καθώς χάνει τον αληθινό του εαυτό, και καταλήγει πάντα να επιστρέφει εκεί, στην ωμή του πραγματικότητα που το ωθεί στην κατάπτωση. Και έτσι ξεκινάει ένας φαύλος κύκλος. Μια συναισθηματική επαναληπτικότητα, από την κατάπτωση, στην προσπάθεια για επιβίωση και πάλι πίσω. Αυτή η ανάγκη και η προσπάθεια να οριστεί κανείς μόνο από εξωγενείς παράγοντες είναι θεωρώ η αρχή της δυστυχίας του Δυτικού κόσμου. Είναι τόσο βαθιά η ανάγκη της κατανόηση και της αποδοχής μας από τους άλλους που ξεχνάμε να ανακαλύψουμε και να αποδεχτούμε καταρχάς εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας.
Η goniurellia tridens είναι ένα έντομο που μπορεί να φαίνεται μικρό και ασήμαντο, αλλά στο έργο αποκτά μεγαλύτερη συμβολική σημασία. Πώς διαχειρίζεστε αυτή τη δυαδικότητα, ανάμεσα στη φαινομενική ασημαντότητα και τη βαθιά εσωτερική αξία της ηρωίδας;
Αυτό είναι κάτι που το ορίζει και το διαχειρίζεται μέσα του ο θεατής. Η Goniurellia Tridens ή Στελλόμυγα όπως μας συστήνετε η ίδια μέσα στο έργο, αποφασίζει να πάρει τη μορφή αυτού του μικρού, «ασήμαντου» πλάσματος, με τα μικρά ανίκανα φτερά του γιατί έτσι βιώνει τον ίδιο της τον εαυτό. Και μόνο μέσα από αυτό θα μπορέσει στη φαντασία της να βιώσει τον εαυτό της ως ένα πλάσμα που έχει αξία. Πάντα όμως μέσα στην ασημαντότητά του. Το μεγαλείο κάθε ύπαρξης και η βαθιά εσωτερική της αξία είναι αδιαμφισβήτητα, αυτό όμως δεν είναι κάτι που μπορεί να το κατανοήσει η ηρωίδα στο έργο μας. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να αναγνωρίσει μόνο εκείνος που την παρατηρεί.
Η Φλάι πετά από τόπο σε τόπο, αναζητώντας κατανόηση και αποδοχή. Πιστεύετε ότι αυτή η συνεχής αναζήτηση αντανακλά τις δικές μας ανάγκες στη σύγχρονη κοινωνία; Πώς το εκφράζετε αυτό στην ερμηνεία σας;
Η κατανόηση και η αποδοχή δεν είναι ανάγκη της σύγχρονης μόνο κοινωνίας, υπήρξε ανάγκη του ανθρώπου πάντοτε, καθώς η τάση του είναι πάντα να αποκλείει άτομα ή συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων από το σύνολο. Απλώς στις μέρες μας μπορεί να δυναμώνουν οι φωνές κάποιων ανθρώπων που παλιότερα δεν ακούγαμε καν. Η ανάγκη, όπως είπαμε είναι μια και προϋπάρχει της εκδήλωσής της. Εκείνο που όμως θεωρώ ως σημείο των καιρών μας είναι η τρομακτική ανάγκη να αφήσουμε ένα στίγμα στον κόσμο και να γίνουμε αποδεκτοί από τους γύρω, κάνοντας αυτή την ανάγκη αυτοσκοπό ξεχνώντας ή και χάνοντας με αυτόν τον τρόπο τελικά την αληθινή εξερεύνηση του εαυτού, και άρα την αυθεντικότητά του. Πιστεύω στην πολυμορφικότητα του ανθρώπου και στο δικαίωμα του να μπορεί να είναι, να συμπεριφέρεται και να εκφράζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και αυτό χάνεται όταν προσπαθεί να οριστεί με μια μόνο λέξη ή έναν χαρακτηρισμό.
Η κοινωνία έχει την ανάγκη να μας ορίσει και να μας κατευθύνει σε συγκεκριμένες φόρμες συμπεριφορών και εικόνων για να μπορεί στην πορεία είτε να μας απομονώσει, είτε να μας αποδεχτεί. Με απώτερο στόχο τελικά να μας ελέγξει. Και δυστυχώς πέφτουμε μέσα σε αυτήν την παγίδα προσπαθώντας τόσο αυστηρά να οριστούμε. Ναι λοιπόν, η αίσθηση της κατανόησης και της αποδοχής κοινωνικά είναι ανθρώπινη ανάγκη, ζωτικής σημασίας, ταυτόχρονα όμως απαιτείται από τον καθένα μας η κατανόηση και η αποδοχή από τον ίδιο του τον εαυτό. Πως εκφράζεται τώρα όλο αυτό υποκριτικά; Το ίδιο το έργο μιλά από μόνο του.
Τι σας έχει διδάξει ο ρόλος της ηρωίδας για την έννοια της ταυτότητας και της αποδοχής στη δική σας ζωή; Υπάρχουν παραλληλισμοί ανάμεσα στην ηρωίδα και στις δικές σας εμπειρίες ως καλλιτέχνιδα;
Ενα μεγάλο μάθημα του «Φλάι» για ‘μένα είναι πως η έννοια της ταυτότητας κάποιες φορές χάνεται μέσα στην ίδια της την αναζήτηση. Και πως αποδοχή μπορείς να πάρεις απόλυτα μόνο από τον εαυτό σου και αυτό κάποιες φορές είναι πιο σημαντικό από το να σε αποδεχτεί ολόκληρο το σύμπαν. Παραλληλισμοί με εμένα υπάρχουν στο «Φλάι» φυσικά. Γι’ αυτό και το αγαπώ και με αγγίζει τόσο βαθιά, η μεγάλη μας διαφορά είναι πως εγώ κρατώ το μυαλό μου ζωντανό και τη διάκρισή μου σε διαύγεια.