Η χρονιά της αλλαγής;
Με τα εγκαίνια της ΔΕΘ, σήμερα, «παίρνει κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει» μια χρονιά, που ίσως αποδειχθεί μεταιχμιακή. Ισως φέρει αλλαγές σ’ έναν παγιωμένο, εδώ και πάνω από πέντε χρόνια, πολιτικό χάρτη.
Από ποια αφετηρία ξεκινάμε; Από εκεί που είχαμε βρεθεί το πρωί της 10ης Ιουνίου, την επομένη των ευρωεκλογών. Ηταν, θυμίζω, οι εκλογές της μεγάλης αποχής. Μόλις 4 εκατομμύρια και 63 χιλιάδες συμπολίτες βρήκαν τον δρόμο προς τις κάλπες. Δύο εκατομμύρια λιγότεροι απ’ ό,τι στις προηγούμενες ευρωεκλογές ή στις εθνικές εκλογές του Μαΐου 2023. Κι αν η σύγκριση γίνει με τις εκλογές της μεγάλης συμμετοχής, το 2004, οι αριθμοί προκαλούν κατάθλιψη. Μέσα σε είκοσι μόλις χρόνια, οι ενδιαφερόμενοι πολίτες μειώθηκαν σχεδόν στο μισό. Τα 7,4 εκατομμύρια των ψηφοφόρων του 2004 μοιράζονται περίπου στα δύο: 4 εκατομμύρια που συμμετέχουν και 3,4 που απέχουν.
Ξεκινάμε, λοιπόν, μέσα στο ίδιο κλίμα δυσαρέσκειας, δυσθυμίας και χαμηλής εμπιστοσύνης, με το οποίο πηγαίναμε στις κάλπες. Η γενική αίσθηση αλλά και οι ενδείξεις των πρώτων δημοσκοπήσεων, για όση αξία έχουν, δείχνουν πως αν έχει αλλάξει κάτι, από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο, είναι μάλλον προς το χειρότερο. Τώρα (MRB) οι απαισιόδοξοι είναι περισσότεροι, φθάνουν το 63%. Και, πάντως, δεν έχει αλλάξει το βασικό χαρακτηριστικό του πολιτικού κλίματος: Η κυβέρνηση φθείρεται, χάνει σε εμπιστοσύνη και πρόθεση ψήφου, χωρίς κανείς από τους πολιτικούς της ανταγωνιστές να κερδίζει τις δικές της απώλειες. Η αποχή, ο «κανένας» και κάποιοι γραφικοί του «αντισυστημικού» περιθωρίου είναι οι μόνοι κερδισμένοι.
Σε αυτό το περιβάλλον, η κυβέρνηση έχει ένα δύσκολο στοίχημα να κερδίσει – να ανακτήσει μια αίσθηση προορισμού, στόχου και διαχειριστικής επάρκειας. Είχε μια πρώτη τετραετία, όπου το αντιΣΥΡΙΖΑ σύνδρομο ήταν ακόμη ισχυρό και της προσέφερε ανοχή και επιείκεια και όπου οι αναπάντεχες, απανωτές και έκτακτες κρίσεις, και η επιτυχής διαχείρισή τους με έκτακτα μέτρα, έδιναν μια αίσθηση αποτελεσματικότητας, που έκρυβε τις μεγάλες αδυναμίες του κράτους και της πολιτικής του διεύθυνσης. Τώρα μοιάζει ξεκούρδιστη. Και δεν τη βοηθά καθόλου η αδυναμία της αντιπολίτευσης να κερδίσει το δικό της στοίχημα. Να οργανώσει μια αντιπολίτευση αποτελεσματική και συγκεκριμένη, αντί να ψάχνει «ποιος θα ρίξει τον Μητσοτάκη». Και να αντιτάξει μια πειστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Από τα δύο στοιχήματα, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, δύσκολο να πεις ποιο είναι το δυσκολότερο. Παραδόξως, όμως, το δεύτερο μοιάζει κρισιμότερο από το πρώτο. Και, πάντως, και τα δύο κινούνται σε ένα κοινό περιβάλλον, που τα προσδιορίζει και εξηγεί τις δυσκολίες τους. Οπως είπε πρόσφατα ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η ασυμμετρία του πολιτικού συστήματος, η θεμελιώδης ανισορροπία που κάνει την κυβέρνηση να χάνει και την αντιπολίτευση να μην κερδίζει, έχει τις ρίζες της στη δεκαετία της χρεοκοπίας. Εχει δίκιο – για δύο λόγους.
Ο ένας, που συχνά ξεχνάμε ή υποτιμούμε, είναι ότι η ελληνική κρίση χρέους προκάλεσε μια οικονομική και κοινωνική βύθιση που δεν συγκρίνεται με καμιάς άλλης από τις ευρωπαϊκές χώρες που βρέθηκαν στη δίνη της ίδιας κρίσης. Συγκρίνεται μόνον με των ΗΠΑ τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 30%, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά ένα αντίστοιχο 32%, το κατά κεφαλήν εισόδημα, που βρισκόταν κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κατρακύλησε στην προτελευταία θέση, πάνω από τη Βουλγαρία που μας πλησιάζει. Και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γιάννη Στουρνάρα, αν η ευρωζώνη κατάφερε ήδη από το 2015 να βρεθεί στο επίπεδο που βρισκόταν πριν απ’ την κρίση, η Ελλάδα χρειάζεται περίπου άλλα 20 χρόνια μεταρρυθμίσεων για να το καταφέρει.
Αλλά, όπως έχει σημειώσει ο καθηγητής Γεράσιμος Μοσχονάς, «το βάθος της κρίσης προσδιορίζει και το μετά». Αυτό το δύσκολο «μετά», το οποίο την πρώτη τετραετία, 2019-23, διασκεδάστηκε από την υπερβολική αισιοδοξία μιας βιαστικής «επιστροφής στην κανονικότητα» και χάθηκε στον λαβύρινθο των μεγάλων διεθνών κρίσεων, τώρα κυριαρχεί στον ορίζοντα. Και μεταφράζεται σε διάψευση προσδοκιών, απώλεια εμπιστοσύνης, δυσκολία συγκρότησης ενός κοινού αφηγήματος στο οποίο να αναγνωρίζει τον εαυτό της μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η κρίση είχε στην Ελλάδα και πολιτικά χαρακτηριστικά ιδιαίτερα, που της έδωσε ένα μεγαλύτερο βάθος, το οποίο επίσης προσδιορίζει το «μετά». Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα, από όσες χτύπησε η κρίση χρέους, στην οποία οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις αρνήθηκαν να συνεννοηθούν προ του κινδύνου της χρεοκοπίας, που έβαλαν τον υπολογισμό πολιτικού κόστους – οφέλους πάνω από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί μια θανάσιμη απειλή. Η μόνη χώρα που χρειάστηκε δέκα χρόνια για να κάνει αυτό που η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία έκαναν σε τρία – να ολοκληρώσουν ένα επαχθές πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Η μόνη που μεγέθυνε το οικονομικό και κοινωνικό κόστος του προγράμματος για καθαρά πολιτικούς λόγους. Και η μόνη που την έξοδο από το μνημόνιο απέτυχαν να διεκπεραιώσουν οι συστημικές πολιτικές της δυνάμεις και χρειάστηκε να ανέβει στην εξουσία μια εξωτική, «αντισυστημική» πολιτική δύναμη, για να τελειώσει τη δουλειά. Με αποτέλεσμα, φυσικά, να εκπέσει και η ίδια της «αντισυστημικότητάς» της και, ανίκανη, άτολμη να συνθέσει μια νέα ταυτότητα συμβατή με την πολιτική ευθύνη που είχε αναλάβει, να μαραθεί, ταχύτερα από όλους. Και να χαθεί στη γενική απαξίωση και απώλεια εμπιστοσύνης.
Σε αυτό το περιβάλλον, ποιος, ποια πολιτική δύναμη θα καταφέρει να προτείνει ένα νέο εθνικό σχέδιο, κάτι σαν νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τη μετά μνημονιακή Ελλάδα, που θα αποκαταστήσει τη χαμένη ισορροπία πολιτικής προσφοράς και ζήτησης, θα πείσει, θα εμπνεύσει και θα συνεγείρει;
Η απάντηση, φοβάμαι, είναι κανείς – καμία πολιτική δύναμη μόνη της. Γιατί αν είναι κοινές οι αιτίες, οι ρίζες της πολιτικής κρίσης για όλους τους παίκτες, χρειάζεται να αποκατασταθεί και μια στοιχειώδης κοινή αντίληψη, μια ελάχιστη συνεννόηση ή και αλληλεγγύη ανάμεσά τους, που να δίνει πλαίσιο και όρια στον μεταξύ τους πολιτικό ανταγωνισμό. Αν η ένταση της κρίσης, στα οικονομικά, κοινωνικά αλλά και στα πολιτικά χαρακτηριστικά της, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να κατατάσσει την Ελλάδα σε μια χωριστή ευρωπαϊκή κατηγορία, θα ήταν μάλλον απίθανο να μας προκύψει από κάποια γωνιά ένας μάγος που με ένα χτύπημα του ραβδιού του θα αποκαλύψει τη μαγική συνταγή και με το θεϊκό του χάρισμα θα την εφαρμόσει.