ru24.pro
World News
Октябрь
2025
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28
29
30
31

Κι όπως μακραίνει του ορφανοτροφείου η μπάντα*

0
Ta Nea 

Εβλεπα προχθές στις «Ιστορίες» των «ΝΕΩΝ» την αναδημοσίευση του θέματος με τις μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν εκείνη την ιστορική μέρα της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Είχε πρωτοδημοσιευτεί τέτοιες μέρες το 2020. Στα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν, οι μισοί, σχεδόν, από τους δεκατρείς που μίλησαν έχουν ήδη «φύγει». Και σκέφτομαι ότι σε δέκα χρόνια από τώρα δεν θα υπάρχουν πια Ελληνες που θα έχουν συνειδητές μνήμες από την αυριανή επέτειο. Θα έχει γίνει «εντελώς Ιστορία», οι άνθρωποι που θα μιλάνε για εκείνο το πρωινό που ήχησαν οι σειρήνες θα «υπάρχουν» μόνο σε παλιές εκπομπές. Η 28η Οκτωβρίου 1940 θα είναι πια κορνίζα στον τοίχο της ιστορικής μας μνήμης, όπως εκείνες που βλέπουμε στα πατρογονικά μας σπίτια και που δεν αναγνωρίζουμε ξεκάθαρα τα πρόσωπα στις φωτογραφίες.

Είμαι παιδί «παιδιών της Κατοχής». Το 1940, η μητέρα μου δεν είχε ακόμη μπει στην εφηβεία και ο πατέρας μου ήταν εύελπις, ένα καλομαθημένο παλικαράκι 19 ετών που το όρκισαν άρον άρον υπολοχαγό και το έστειλαν στο μέτωπο, επικεφαλής ενός σώματος 250 στρατιωτών, όλοι μεγαλύτεροι από εκείνον. Οταν ήμουν λοιπόν μικρή, αυτή η εθνική επέτειος ήταν για μένα οικογενειακή υπόθεση. Οπως έφτανε στα αφτιά μου το προξενιό της θείας Μαρίας το 1948, ο τρικούβερτος καβγάς στον γάμο του θείου Νικολή με τη Γαλλίδα Μίκι το 1951, το κέρατο που έτρωγε ο Γιώργος ο κουρέας από τη γυναίκα του την Ιουλία η οποία, το 1958, έφυγε, τελικά, με έναν περαστικό από τη Σύρο.

Εκείνες οι ιστορίες ήταν αστείες, η 28 Οκτωβρίου ξυπνούσε μνήμες τραυματικές, αλλά, στην ουσία, όλα ήταν βιωματικές αφηγήσεις. Οπως μπορούσα να ανασυνθέσω στη φαντασία μου τα οικογενειακά ευτράπελα, αφού κρέμονταν ακόμη στις ντουλάπες τα ρούχα που έλεγαν ότι φορούσαν στην τάδε ή τη δείνα περίσταση (στην ευρύτερη οικογένειά μου, πάντα οι γυναίκες προσδιόριζαν τον χρόνο σε σχέση με το πότε είχαν ράψει κάποιο φουστάνι), έτσι μπορούσα να φανταστώ και εκείνη την ημέρα. Από τις λεπτομέρειες στις αφηγήσεις των δικών μου. Τις άσχετες με το ιστορικό γεγονός. Για παράδειγμα, το κονιάκ που άρχισε να πίνει από τότε ο παππούς μου, ο οποίος, γενικώς, δεν έβαζε αλκοόλ στο στόμα του. Και για κάτι περίεργο στη στολή εκστρατείας που έδωσαν στον πατέρα μου, το οποίο πια δεν θυμάμαι. Αλλά ο πατέρας μου έχει πεθάνει είκοσι χρόνια για να τον ρωτήσω.

Σιγά σιγά οι προσωπικές αναφορές σε εκείνη την ημέρα ξεθωριάζουν, καθώς δεν υπάρχουν πια αυτοί που θα τις αναπαράγουν. Ακόμη και για εμένα που μεγάλωσα με αυτές τις διηγήσεις, το πρώτο που μου έρχεται σήμερα στον νου σχετικά με την 28η Οκτωβρίου είναι αυτό που, στο «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή, λέει η Εκάβη μόλις μαθαίνει την επίθεση των Ιταλών. Μια γυναίκα της γενιάς που ζούσε κάθε τόσο από έναν πόλεμο. Και που δεν της κάνει εντύπωση ένας ακόμη. «Ελα, μωρέ, το πολύ πολύ να πεθάνουμε» είναι το νόημα των λόγων της.

Αυτή η μπάντα λοιπόν των παιδιών του πολέμου απομακρύνεται. Μπάντα «ορφανοτροφείου», διότι τα παιδιά που έχουν ζήσει πόλεμο έχουν βιώσει ένα είδος ορφάνιας. Και που, ό,τι και να γίνουν στη ζωή τους, θα είναι για πάντα παιδιά του πολέμου.

Της ζωής και του θανάτου

Αυτές τις μέρες σχολιάστηκε αρνητικά ότι με αφορμή τον θάνατο του Σαββόπουλου πολλοί μίλησαν για τη σχέση τους μαζί του παρά για τον ίδιο. Ναι, δεν είναι ό,τι καλύτερο αλλά και στο φευγιό των δικών μας ανθρώπων το ίδιο δεν κάνουμε; Τις μνήμες μας από όσα ζήσαμε μαζί τους δεν μοιραζόμαστε; Και όλο αυτό μοιάζει σαν μια γιορταστική εισβολή της ζωής στον θάνατο.

*Στίχος από το «Γεννήθηκα  στη Σαλονίκη» του Σαββόπουλου