Χάραξες τη νιότη μας
Δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρος. Ήθελε να δραπετεύσει ο Νιόνιος, έχοντας πια βαρεθεί να σκέφτεται, να ακούει και να βλέπει εικόνες που του χαλούσαν την αισθητική; Να σκεφτόταν άραγε τις τελευταίες στιγμές τον δικό του στίχο;
Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω, με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό…
Δραπέτευσε; Εφυγε; Ψέματα! Γιατί μόνο η σάρκα φεύγει, ποτέ η έμπνευση, η παρακαταθήκη, η υπογραφή, η σπουδαιότητα, ο ποιητής, το μεγαλειώδες έργο του.
Μπορεί και να ήξερε, μεγάλος πια, πόσο σπουδαίος ήταν, πώς χάραξε με τους στίχους και τις μουσικές του τούτο τον τόπο. Του το είχαν πει σπουδαίοι τούτης της μικρής μας κουκκίδας. Ότι ήταν ο πιο επιδραστικός τραγουδοποιός αυτής της χώρας, μέγιστο παράσημο, όχι αστεία!
Χαϊδεύοντας τα γένια του από τότε που ήταν κατάμαυρα και με τις γυαλούμπες στα μάτια, πυρπόλησε με τα εμπνευσμένα τραγούδια του τη νιότη της πατρίδας, κι ύστερα τους μεγαλύτερους που κατάλαβαν το μεγαλείο του, ακόμα και τα παιδιά στα σχολεία. Μα δεν υπήρξε τάξη, με τα τόσο δα πιτσιρίκια, που να μην τραγούδησε τη Συννεφούλα του.
Μία είναι η αλήθεια και δεν παίρνει άλλες ερμηνείες, αστερίσκους, αμφιβολίες, ερωτηματικά. Αυτός ο ιεροκήρυκας των στίχων και της μουσικής που γεννήθηκε στη Σαλονίκη μπροστά στην κλειδαρότρυπα σκυφτός, κάστρα ανεμισμένα, καΐκια μεσ’ στο φως, να δει τους ποιητές πρόλαβε αυτός, αυτός λοιπόν πέτυχε κάτι ανεπανάληπτο. Ζωγράφισε την Ελλάδα, όπως είχαν κάνει ο Τσαρούχης, ο Μάνος, ο Ελύτης. Γιατί αυτό έκανε. Ζωγράφισε, έδωσε τροφή στην ψυχή, έγινε φάρος στα σκοτάδια, έκανε τις καρδιές να χτυπάνε. Εκανε ακόμα και τη σκληρή Σωτηρία να μπήξει τα κλάματα όταν τη φώναξε να πει τούτο τον ύμνο.
Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα βάλε στα ρούχα σου φωτιά βάλε στα όργανα φωτιά να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά.
Υμνους δημιουργούσε με την κιθάρα του και τους άφηνε να πετάξουν. Κι αυτή η βραχνή φωνή τους έστελνε προστατευμένους εκεί στους βασιλιάδες τ’ ουρανού για τώρα και για πάντα.
Τον χλεύασαν, το έζησε, το κατάπιε σταγόνα – σταγόνα, επειδή τον ήθελαν δικό τους κι όχι των άλλων. Τότε ήταν που χάιδευε ξανά τα γένια του και πήγαινε παρακάτω, γιατί της γιατρειάς το ρίσκο ήταν τα τραγούδια του. Κι ήταν κι η γνώμη του, που την έλεγε άρεσε δεν άρεσε, ακόμα κι όταν ήξερε ότι θα σηκωθεί θύελλα αλλά και λάσπη που θα πεταχτεί πάνω του. Γιατί μέσα του ένιωθε και το κενό και τη μοναχικότητα.
Ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό. Καλωσόρισες πουλί μου μοναξιά ελληνική μου…
Και μην έχει κανείς αμφιβολία. Ηξερε κι από ρήτορες κι από λωποδύτες. Τους έβλεπε, τους αντάμωνε στη γωνιά.
Μαρμαρωμένοι θα σταθούν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες ζητιάνοι, εταίρες και προφήτες μαρμαρωμένοι θα σταθούν.
Πέτυχε όμως το σχεδόν ακατόρθωτο. Να πιάσει το άπιαστο, το ανέφικτο. Να τον τραγουδάει όλος ο κόσμος, όλων των τάξεων, όλων των ηλικιών σ’ ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Σκληρός στίχος και τρυφερός και μαγικός κι αλαργινός και φεγγαρόφωτος και σκοτεινός και λαμπερός, είχε προσκυνητές ακόμα και τους υβριστές του. Με τέσσερις εμπνευσμένες σειρούλες μπορούσε να αιχμαλωτίσει στρατιές ολόκληρες.
Να μας πάρεις μακριά να μας πας στα πέρα μέρη φύσα θάλασσα πλατιά φύσα αγέρι φύσα αγέρι.
Ηξερε να ταξιδεύει τον κόσμο όλο σε μια θάλασσα μικρή με τις χορδές του ανέμου να χτυπάνε στην καρδιά.
Τέλος εποχής; Μόνο βιολογικά. Γιατί τούτα τα χνάρια, τα δικά του χνάρια, δεν σβήνονται μήτε από ωκεανούς μήτε από τα σπαθιά στρατευμένων και ολίγιστων.
Ευτυχώς γέννησε τέτοιους ποιητές η χώρα που πάντα αλληλοσπαρασσόταν. Κι αυτούς δεν μπορεί να τους αποκαθηλώσει κανείς. Ούτε οι από δω ούτε οι από κει.
Γλυκά θα σε νανουρίζουμε θείε Διονύση, εσύ που χάραξες τη νιότη μας κι άφησες για πάντα ήχο και υλικό
