«Οσοι δεν αντέχουν την πραγματικότητα, κλείνονται σε φούσκες»
Αυτό που τώρα μας πλησιάζει και νιώθουμε να έρχεται από παντού, μια μοιρασιά του κόσμου, μια γενικευμένη δυστοπία, ο Νίκος Α. Μάντης το απλώνει στις «Αδύνατες πόλεις», το πολυσέλιδο νέο του μυθιστόρημα που ταξιδεύει εμπρός και πίσω στον χρόνο. Συγγραφέας με λογοτεχνικές διακρίσεις, επιλεκτικός μεταφραστής, ακαταπόνητος αναγνώστης βιβλίων, εξασκείται στη μνημοτεχνική ταξινομώντας τις ιδέες γραφής στα συρτάρια του μυαλού του. Μέχρι να τα ανοίξει και να γράψει ιστορίες πολιτικής και επιστημονικής φαντασίας που μοιάζουν ολοένα πιο αληθινές.
Τα βιβλία μου τα γράφω περισσότερο στο μυαλό μου. Οταν έρχεται η ώρα να τα αποτυπώσω, μπορεί αυτό να γίνει σε έξι μήνες, γράφοντας εκατοντάδες σελίδες με τη μία. Είναι ο δικός μου τρόπος. Δεν κρατάω σημειώσεις, δεν γράφω καθημερινά, έχω πρωινή δουλειά. Δεν είμαι ο τυπικός συγγραφέας που γράφει με το ωράριό του κάθε μέρα. Αυτό το αναπληρώνω γράφοντας πολύ μέσα στο κεφάλι μου. Είναι μια διαδικασία σταδιακού χτισίματος που σιγά σιγά, όταν αποφασίσω να γράψω κάτι, εντείνεται και εκείνη την περίοδο χάνομαι από τον κόσμο.
Γράφω στο σπίτι μου, στο γραφείο μου, στον υπολογιστή μου. Θαυμάζω πολύ τους συγγραφείς που ταξιδεύουν, παίρνουν υποτροφίες και γράφουν. Οποτε έχω πάει διακοπές, δυσκολεύομαι ακόμα και να διαβάσω. Δηλαδή δεν μπορώ να με φανταστώ σε ένα υπέροχο κάστρο στην Ελβετία, έχοντας, ας πούμε, μια λίμνη έξω από το παράθυρό μου και εγώ να προσπαθώ να γράψω. Εμένα με εμπνέει ο φωταγωγός. Ή ο ακάλυπτος. Αν μου πάρεις τον ακάλυπτο και μου βάλεις θέα το Αιγαίο, πιστεύω ότι δεν θα γράψω τίποτα. Θέλω τη μιζέρια της προσωπικής μου ρουτίνας.
Οι «Αδύνατες πόλεις» δεν είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε σε έξι μήνες. Με απασχόλησε σχεδόν μία τριετία και πέρασε από διάφορα κύματα. Είναι μια τριλογία βιβλίων που αποφασίστηκε να βγει ενωμένη γιατί υπήρχαν νήματα που έδεναν τη μία με την άλλη ιστορία και αυτόνομα δεν θα στέκονταν. Οπως και τα περισσότερα βιβλία μου, ζυμωνόταν μέσα μου για χρόνια. Δηλαδή οι ιδέες αυτού του βιβλίου υπάρχουν μέσα μου εν σπέρματι πριν γράψω τους «Τυφλούς».
Αυτό που πρωτίστως με δέσμευσε να γράψω τις «Αδύνατες πόλεις» είναι η έννοια της προσομοίωσης. Η δυνατότητα των ανθρώπων να ζουν ζωές μέσα σε προσομοιωμένους κόσμους με τη θέλησή τους. Οπως βλέπουμε τώρα στα social media, σε διάφορες εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, προτάσεις θέασης για παράδειγμα 15′ από τη ζωή των Μάγια ή τη ζωή στα μινωικά βασίλεια. Ολα αυτά έχουν μια essence kitsch. Σκέφτομαι αυτή τη συνθήκη στην ακρότητά της να δημιουργεί περίκλειστους κόσμους, σαν φούσκες, όπου οι άνθρωποι επειδή δεν θα αντέχουν πια την πραγματικότητα της εποχής τους θα καταφεύγουν εκεί. Οπως έχουν αποφασίσει να εγκλειστούν στα social media. Νιώθεις σαν η πραγματική τους ζωή να είναι μέσα στα social media και σαν η πραγματική ζωή να είναι το υποκατάστατο.
Είναι σαφές ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίκλειστοι κόσμοι προσομοίωσης. Το βλέπεις σε σειρές όπως το «Westworld» και σε μυθιστορήματα όπως «Το χρονοκαταφύγιο» του Γκοσποντίνοφ. Και μπορεί αύριο να γίνουν καθαρά τεχνητοί και κυρίαρχοι κόσμοι που θα αποκτήσουν δικά τους χαρακτηριστικά και στους οποίους οι άνθρωποι θα επιλέγουν να μπουν. Η συνθήκη των social media τους έχει φέρει μέσα στα πόδια μας με έναν πολύ εμφατικό τρόπο. Πριν από χρόνια, όταν παρουσιάστηκε το Meta, ήταν αυτό που περιέγραψε ο Γουίλιαμ Γκίμπσον: μια καθαρά ψηφιοποιημένη εναλλακτική της ζωής. Ενδεχομένως αύριο να υπάρξει όλη αυτή η παράδοση του Cyberpunk που μιλάει για βιντεοπαιχνίδια που γίνονται εναλλακτικοί κόσμοι, μέσα στους οποίους οι άνθρωποι χάνονται.
Πάντα υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου η αίσθηση ότι στον κόσμο αυτό που ζούμε ο χώρος των γραμμάτων και της δημιουργίας είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει. Το να δώσεις χρόνο σε ένα λογοτεχνικό έργο είναι αγώνας και δεν είναι πάντα εφικτή η απόλαυση της ανάγνωσης. Το θέμα είναι να νιώθεις ότι υπάρχει μια αξία εκεί και για σένα που υπερβαίνει την απλή σχόλη, το ξέδομα. Τα μεγάλα κείμενα μας δοκιμάζουν και με την ανία και με τη δική μας αδυναμία να μπούμε μέσα σε αυτά. Οι υψηλοί αναγνωστικοί στόχοι δεν εμπίπτουν στην έννοια της αναγνωστικής απόλαυσης. Οταν όμως εμπίπτουν, τότε είναι αναγνωστική ευτυχία.
Εχω μια διχογνωμία για την έμφαση που δίνει η αγγλοσαξονική λογοτεχνία σε θεματικές γύρω από ζητήματα ταυτότητας, μαύρης λογοτεχνίας, δικαιωμάτων, αναδεικνύοντας συγγραφείς που γράφουν γι’ αυτά. Σε καμία περίπτωση δεν αντιτίθεμαι ούτε στο #MeΤoo ούτε στον «woke-ισμό», είμαι απόλυτα σύμφωνος και με τα δικαιώματα των γκέι και με τα τρανς δικαιώματα. Το κανονιστικό σκεπτικό και την cancel προσέγγιση τα βλέπεις να υπάρχουν διαβάζοντας ξένα περιοδικά, καθώς το θέτουν απροκάλυπτα ότι είναι υποχρέωσή μας να ανακαλύψουμε συγκεκριμένους συγγραφείς, να δούμε τι έχουμε σε αγνοημένες φωνές από μαύρους, μαύρες τρανς, μαύρες λεσβίες ή αφρικανούς διωκόμενους γκέι. Ωστόσο, επειδή και εμείς είμαστε από μια χώρα όπου δεν έχουμε πάρα πολλές τέτοιες φωνές και τέτοιες εμπειρίες, για μένα αυτό είναι πλούτος. Βέβαια υπάρχει μια ζύμωση και νέοι συγγραφείς το προβάλλουν κι εδώ πολύ έντονα. Οπως η τρανς συγγραφέας της «Λόλας Καραμπόλα» Ερωφίλη Κόκκαλη, ο Χάρης Καλαϊτζίδης, ο Σαμ Αλμπατρος, ακόμα και η Αμάντα Μιχαλοπούλου που το ψάχνει από παλιότερη γενιά.
Καταλαβαίνω ότι μπορεί κάποιος να έχει κουραστεί από τη συνεχή συζήτηση. Ολο αυτό είναι πάρα πολύ φρέσκο και πολύ ενδιαφέρον. Είναι συζητήσεις που πρέπει να γίνονται και δεν μπορώ να καταλάβω στο όνομα ποιας ιδέας θα πει κάποιος ότι αυτά πρέπει να σταματήσουν. Οι κοινωνίες προχωρούν και όλα επαναπροσδιορίζονται.