Η Ευρώπη σε δύσκολους καιρούς
Εγραφα στο περυσινό πρωτοχρονιάτικο φύλλο ότι η Ευρώπη δεν ήταν στα καλύτερά της και το 2024 προβλεπόταν να είναι μια δύσκολη χρονιά.
Και έτσι ήταν.
Ομως η επόμενη χρονιά προμηνύεται ακόμη πιο δύσκολη.
Και δεν είναι διόλου προφανές ότι η Ευρώπη θα μπορέσει να ανταποκριθεί με στοιχειώδη επάρκεια στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Η επανεκλογή Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες θα έχει άμεσες επιπτώσεις στις διατλαντικές σχέσεις, στις σχέσεις της Ευρώπης με τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και εντός των ευρωπαϊκών συνόρων. Γνωρίζουμε ότι ο πρώην και μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ δεν πιστεύει σε διεθνείς θεσμούς και κανόνες, ούτε σε συμμαχίες ιδιαίτερα.
Εχει μια συναλλακτική αντιμετώπιση των διεθνών σχέσεων ως γνήσιος μπίζνεσμαν, πιστεύει επίσης και στο δίκαιο του ισχυρότερου.
Θεωρεί την Ευρωπαϊκή Ενωση σαν κάτι το αλλόκοτο και μάλλον παρακμιακό – οι έννοιες συναίνεση και συγκυριαρχία τού είναι ξένες.
Τον ενοχλεί το εμπορικό έλλειμμα με την Ευρώπη, απειλεί με δασμούς και η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία μεταξύ άλλων τρέμει με αυτήν την προοπτική. Θεωρεί την Κίνα ως τη μεγαλύτερη απειλή για την αμερικανική ηγεμονία και προβλέπεται ότι ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας θα χειροτερέψει.
Θα αυξηθεί και η πίεση προς τους Ευρωπαίους να συμμορφωθούν με τη γραμμή που χαράσσει η Ουάσιγκτον. Αλλά τα συμφέροντα Ευρωπαίων και Αμερικανών δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά. Πόσο θα αντέξουν λοιπόν οι Ευρωπαίοι στην αμερικανική πίεση, πριν διχαστούν και υποχωρήσουν; Και με ποιο κόστος για την ευρωπαϊκή οικονομία;
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ θέλει να τερματίσει μια ώρα αρχύτερα τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η ευθύνη όμως για τη διατήρηση μιας επισφαλούς ειρήνης καθώς και το κόστος της ανοικοδόμησης μιας βαριά τραυματισμένης Ουκρανίας θα βαρύνει κυρίως τους Ευρωπαίους, οι οποίοι θα κληθούν να αναλάβουν επίσης το κόστος της εξωτερικής τους ασφάλειας.
Σε αυτό το σημείο τουλάχιστον, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει άδικο. Μπορούν οι Ευρωπαίοι να το αναλάβουν;
Και ποια θέλουν να είναι στο μέλλον η θέση της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας; Για τους ηγέτες της Πολωνίας, των Βαλτικών χωρών καθώς και μερικούς άλλους, η απάντηση είναι σαφής: προετοιμαζόμαστε για πόλεμο.
Αραγε, μπορεί να υπάρξει μια ενιαία και αυτόνομη ευρωπαϊκή απάντηση σε αυτά τα καίρια ερωτήματα; Αν όχι, θα συνεχίσει η Ευρώπη να σύρεται πίσω από αποφάσεις που παίρνονται από άλλους για λογαριασμό της.
Η ΕΕ μπαίνει στον καινούργιο χρόνο με εμφανές έλλειμμα ηγεσίας.
Η Γερμανία θα έχει εκλογές και οι Χριστιανοδημοκράτες ετοιμάζονται να επιστρέψουν στην εξουσία με μια νέα κυβέρνηση συνασπισμού που θα πάρει πιθανότατα μερικούς μήνες για να μπορέσουν να ταιριάξουν τα ανόμοια.
Οσο για τη Γαλλία, η δημιουργία μιας σταθερής κυβέρνησης που θα αποκλείει τα άκρα προμηνύεται εξαιρετικά επισφαλής. Ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας που για χρόνια διατηρούσε σχεδόν το μονοπώλιο να σκέπτεται και να πράττει ευρωπαϊκά, πληρώνει σήμερα τα δικά του πολιτικά σφάλματα στο εσωτερικό της χώρας καθώς και το τίμημα της αλαζονείας.
Δεν υπάρχουν άλλοι ισχυροί υποψήφιοι για να καλύψουν το κενό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν και μερικοί άρχισαν να σκέφτονται τη Μελόνι που θα έχει ενδεχομένως προνομιακή πρόσβαση στον πρόεδρο Τραμπ, όπως και ο Ορμπαν.
Πού φτάσαμε!
Οσο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στη δεύτερη θητεία της Φον ντερ Λάιεν η εξουσία θα είναι ακόμη περισσότερο συγκεντρωμένη στα χέρια της προέδρου, ενώ οι ευθύνες των μάλλον αδύναμων επιτρόπων θα αλληλεπικαλύπτονται. Αμφιβάλλω όμως αν η Επιτροπή διαθέτει το πολιτικό βάρος να καλύψει με επάρκεια το έλλειμμα ηγεσίας στην Ευρώπη.
Κρίση διακυβέρνησης και κρίση δημοκρατίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα ενός μεγάλου κομματιού των ευρωπαϊκών κοινωνιών (πόσω μάλλον στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) οδηγεί πολλούς ψηφοφόρους στα αντι-συστημικά κόμματα, κυρίως σε λαϊκιστές της Ακροδεξιάς.
Και τα παραδοσιακά κόμματα προσπαθούν ακόμη να καταλάβουν τι έφταιξε.
Ακόμη περισσότερο η σοσιαλδημοκρατία την οποία εγκατέλειψαν εδώ και χρόνια οι πιο πολλοί από τα φτωχότερα στρώματα και οι ακροδεξιοί ήρθαν να καλύψουν το κενό προσφέροντας πατριωτισμό και κοινωνική πρόνοια. Μια προηγούμενη εκδοχή αυτού του έργου την είχαμε δει στον Μεσοπόλεμο και είχε, ας μην το ξεχνάμε, πολύ άσχημη εξέλιξη.
Πώς αντιμετωπίζεται το πρόβλημα;
Οχι απλώς με το να κολλάμε την ταμπέλα του λαϊκισμού σε κάθε ριζοσπαστική πρόταση που ξεφεύγει από τις παραδοσιακές νόρμες.
Και σίγουρα όχι ακυρώνοντας εκλογές όταν δεν μας αρέσει το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας, όπως έγινε πολύ πρόσφατα με την προεδρική εκλογή στη Ρουμανία.
Αν έπρεπε να ακυρώνονται οι εκλογές κάθε φορά που κάποιοι επιχειρούν να χειραγωγήσουν τη λαϊκή ψήφο με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τι θα έπρεπε άραγε να γίνει μετά την παρέμβαση του Ιλον Μασκ και άλλων πλουτοκρατών στις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές;
Αυτοί σίγουρα ξόδεψαν πολύ περισσότερα χρήματα από όσα ενδεχομένως οι Ρώσοι στη Ρουμανία. Οσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί τηρούν αιδήμονα σιωπή σε τέτοια μεγάλα θέματα, θα χάνουν σε αξιοπιστία.
Η έκθεση Ντράγκι ανέδειξε την οικονομική καθυστέρηση της Ευρώπης.
Πρότεινε λύσεις συγκεκριμένες και τολμηρές. Θα μπορέσουν όμως να μεταφραστούν τα καλά λόγια με τα οποία την υποδέχτηκαν οι ηγέτες των χωρών-μελών σε πράξεις; Γιατί με λόγια δεν φτιάχνεται ούτε στρατός ούτε βιομηχανική ή κοινωνική πολιτική, πόσω μάλλον δεν κερδίζεται η πράσινη μετάβαση. Και η Ευρώπη παραμένει ακόμη κυρίως στα λόγια.
Φέτος δεν ακολούθησα την προτροπή του Διονύση Σαββόπουλου στο γνωστό του τραγούδι: «Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην μας πει κανένα». Γιατί πιστεύω ότι ο εφησυχασμός είναι επικίνδυνος στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.