Εθνικό δόγμα
Κλείνοντας τους εορτασμούς για τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης σκέφτομαι μήπως τελικά το μεγαλύτερο επίτευγμά της ήταν η ομογενοποίηση του εθνικού σώματος.
Οχι φυσικά από θρησκευτική, εθνοτική ή κοινωνική άποψη. Δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Δεν είχαμε άλλωστε τόσο βαθιά ρήγματα.
Αλλά από τη διαμόρφωση ενός ευρύτατα αποδεκτού corpus ιδεών και αξιών. Ενός εθνικού δόγματος. Ή, αν προτιμάτε, ενός κοινού αφηγήματος.
Το αφήγημα αυτό αγκάλιασε πολλά επίπεδα του δημόσιου βίου. Αλλά διατυπώθηκε πιο συνεκτικά στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής όπου ελάχιστοι παρδαλοί σήμερα το αμφισβητούν.
Μετά το 1974, η Ελλάδα διατύπωσε με απόλυτη σαφήνεια την πεποίθηση ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν» (Κ. Καραμανλής, 1977) και διακήρυξε με αδιαμφισβήτητη καθαρότητα ότι «είμαστε Ευρώπη».
Τη διακήρυξη αυτή σηματοδότησαν κι επιβεβαίωσαν άλλωστε η ένταξη στην ΕΟΚ από τον Καραμανλή (1981), στην ενιαία αγορά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (1992), στην ΟΝΕ και το ευρώ από τον Κώστα Σημίτη (2000).
Τίποτα από τα παραπάνω δεν τίθεται σήμερα σε ουσιαστική αμφισβήτηση.
Γρήγορα άλλωστε είχαν παραμεριστεί οι τριτοκοσμικές ασυναρτησίες της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ και υποχώρησε (με βραδύτερους ρυθμούς) το αντιδυτικό αίσθημα που είχε τονωθεί στη διάρκεια της δικτατορίας.
Σε όλη την πορεία των πενήντα χρόνων της Μεταπολίτευσης που ακολούθησε την πτώση της χούντας, η Ελλάδα έμεινε αμετακίνητη στον δυτικό κόσμο και υπηρέτησε την ευρωπαϊκή ταυτότητά της ακόμη και σε ακραία αντίξοες συνθήκες, ακόμη και σε κλίμα συγκινησιακής αμφιθυμίας, όπως συνέβη στη δεκαετία της κρίσης.
Ούτε οι πλατείες των «Αγανακτισμένων», ούτε ο συρφετός που ακολούθησε και το δημοψήφισμα του 2015 κατάφεραν να την εκτροχιάσουν.
Κι όταν συμβαίνει να αναδύεται κάποια στιγμή στην επιφάνεια ένα ακαταλαβίστικο αντιδυτικό αίσθημα (όπως πρόσφατα με την Ουκρανία και την Παλαιστίνη ή παλαιότερα με τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας) μοιάζει περισσότερο με μια αυθάδη και δωρεάν κακομαθησιά παρά με πραγματικό αίτημα αλλαγής του γενικού προσανατολισμού της χώρας.
Είναι χαρακτηριστικό πως στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο ούτε οι έμμισθοι του Πούτιν δεν διανοήθηκαν να εισηγηθούν τη συμπόρευση με τον εργοδότη τους. Περιορίστηκαν σε κάτι υποκριτικά «με τον άνθρωπο» και «με την ειρήνη».
Με άλλα λόγια «η σωστή πλευρά της Ιστορίας» δεν τίθεται σοβαρά υπό αμφισβήτηση και αποτελεί περίπου κεκτημένο.
Στο εθνικό δόγμα θα συμπεριελάμβανα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Παρόλο που φέρουν μαζί τους περισσότερο φανατισμό, προκαταλήψεις και φόρτιση από όσο μπορεί ενδεχομένως να αντέξει μια σύγχρονη κοινωνία.
Στην ουσία των πραγμάτων, κανείς δεν επιδιώκει την όξυνση των σχέσεων, ουδείς το εισηγείται, αλλά ούτε και κάποιος πρεσβεύει την αλόγιστη ή ταπεινωτική ικανοποίηση των όποιων απαιτήσεων της γειτονικής χώρας.
Η έννοια της «μοναδικής διαφοράς» έχει τη σημασία ενός προσδιορισμού του πεδίου ώστε να μη βρεθούμε σε ένα τραπέζι να κουβεντιάζουμε «ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή».
Και κυρίως επιτρέπει να γίνει σαφές ότι τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας δεν τίθενται στην κρίση υπερεθνικών οργάνων παρά μόνο κατόπιν ρητής συμφωνίας των πλευρών.
Συνεπώς οι «προειδοποιήσεις», οι «αντιρρήσεις» και οι οιμωγές είναι μάλλον ιδεοληψίες ακροδεξιών που αισθάνονται διαρκώς προδομένοι.
Ή αγωνιστικές παραισθήσεις στην κερκίδα ενός γηπέδου όπου δεν παίζεται κανένα ματς.
Ακόμη περισσότερο όταν όλα τα παραπάνω συνιστούν ένα πλέγμα ιδεών και αξιών, το οποίο ελάχιστα αμφισβητείται ακόμα κι από τους πιο ανισόρροπους ή διαταραγμένους συμπολίτες μας.
Κι αυτό είναι προφανώς ένα μεγάλο επίτευγμα των πενήντα χρόνων της Μεταπολίτευσης.
Θα προσέθετα μάλιστα πως όποτε αμφισβητήθηκε ή αμφισβητείται το εθνικό δόγμα είναι καθαρά για λόγους εσωτερικής πολιτικής, επιδιώξεων ή σχεδιασμών.
Με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Μακεδονικού το 1992-1993 ή πιο πρόσφατα με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Κακά τα ψέματα δηλαδή ακόμη κι η διαμόρφωση ενός εθνικού δόγματος δεν απέτρεψε την εργαλειοποίησή του για άσχετους, ιδιοτελείς και μάλλον ασυνείδητους σκοπούς. Συμβαίνουν αυτά…
Χωρίς φυσικά να μειώνουν το μέτρο μιας επιτυχίας για την οποία σπανίως υπερηφανευόμαστε.
Διότι είναι μεγάλη υπόθεση ότι μετά το 1974 η Ελλάδα βρήκε ομαλά και δημοκρατικά έναν σταθερό προσανατολισμό και μια ισχυρή ταυτότητα, ένα αμετακίνητο σημείο αναφοράς.
Να σημειώσω ότι στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν η οριστικοποίηση της χώρας στον δυτικό κόσμο κρίθηκε με τα όπλα στο χέρι, το 1949. Εως τότε (ίσως κι αργότερα…) είχαμε ανθρώπους που πολεμούσαν να τη μετατρέψουν σε παράρτημα της «πατρίδας των Σοβιέτ».
Είναι συνεπώς ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία ότι τον προσανατολισμό αυτό φαίνεται να συμμερίζεται πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Χωρίς αμφιθυμίες. Χωρίς αμφισβητήσεις. Ως αυτονόητο και φυσιολογικό δεδομένο.
Η ομογενοποίηση του εθνικού σώματος βρίσκεται λοιπόν στον πυρήνα του success story που αποτελεί η Μεταπολίτευση.
Και το οποίο δεν ήταν προδιαγεγραμμένο, ούτε προφανές.
Να σημειώσω ότι οι άλλες δύο ευρωπαϊκές χώρες που την ίδια περίπου εποχή και με ανάλογη επιτυχία πέρασαν στη δημοκρατία δεν είχαν πρόβλημα γενικού προσανατολισμού. Είχαν όμως εθνοτικές διαφορές (Ισπανία) ή αποικισμού (Πορτογαλία).
Αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να τα χειριστούν και τουλάχιστον στην περίπτωση της Ισπανίας δεν είναι βέβαιο ότι τα ρήγματα έχουν κλείσει οριστικά.
Η χώρα μας απέφυγε κάτι τέτοιο. Κι αυτό είναι ίσως η πιο αισιόδοξη πτυχή της Μεταπολίτευσης.
«Φτιάξαμε την Ιταλία, τώρα χρειάζεται να φτιάξουμε και Ιταλούς» είναι η φράση που αποδίδεται στον Massimo d’Azeglio μετά το Risorgimento (1867).
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης φτιάξαμε ίσως την καλύτερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ. Παρόλο που παραμένει ερωτηματικό αν φτιάξαμε κι όσους δημοκράτες θα χρειαζόμασταν.