ru24.pro
World News
Ноябрь
2024
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30

«Τους πονάει που δεν μπόρεσαν να χειραγωγήσουν το Πολυτεχνείο»

0
Ta Nea 

Καθημερινή στη Βαλαωρίτου. Τα ραντεβού στα διπλανά τραπέζια. Οι συζητήσεις για τα πολιτικά ή τα αθλητικά. Το Jimmy’s χρόνια τώρα άντεξε στην ψηφιακότητα και παρέμεινε στέκι πολιτικών, δικηγόρων και όχι μόνο. Μέρος των παραπολιτικών στηλών, τροφοδοτεί συχνά τον Τύπο από τα γύρω τραπέζια και τις συναντήσεις. Η Μέλπω Λεκατσά κάθεται στον καναπέ του τοίχου και από πάνω της δεσπόζει το μενού της ημέρας. Οχι, μενού δεν είχαν στο ΕΑΤ – ΕΣΑ στα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας. Μόνο ξύλο, βασανιστήρια και ένα ιδιότυπο «παιχνίδι» με τον ψυχισμό και τα κορμιά των κρατουμένων.

Η ίδια ανήκει σε εκείνους που δεν σιώπησαν τα χρόνια εκείνα. Και το πλήρωσε με το σώμα της. Γρήγορα, η αφήγησή της είναι χείμαρρος και διακόπτεται από σύντομες κοφτές γουλιές απ’ τον καφέ. Οι δίπλα μιλούν για μπίζνες – δυνατά και με την ένταση της φωνής που κάπως θέλει και να επιβληθεί –, εμείς για τη χούντα. Πλησιάζουμε στην επέτειο της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, είναι ημέρα Τετάρτη που συναντιόμαστε. Πώς νιώθει αυτές τις ημέρες πάντα; «Τα πρώτα χρόνια, μου ήταν ιδιαίτερα δυσβάστακτο, ένιωθα κάτι να μου ξύνει τα σωθικά μου. Η μνήμη των νεκρών».

Η Μέλπω ήταν η περίφημη φαρμακοποιός της εξέγερσης. Μαζί με τον γιατρό Γιώργο Παυλάκη στήσανε αυτοσχέδιο ιατρείο και φαρμακείο. «Το είχαμε στήσει στην Αρχιτεκτονική. Μπροστά είχαμε βάλει θρανία ανά δύο – τρία σαν να ήταν κρεβάτια. Είχαμε προμηθευθεί κολλύρια, ενέσεις, ράμματα, φάρμακα. Από πρόβλεψη. Μη νομίζεις ότι ξέραμε πως θα γινόταν το μακελειό αυτό. Σκέψου πως όταν ήλθαν οι πρώτοι νεκροί – γιατί οι περισσότεροι ήταν απ’ έξω οι νεκροί από αδέσποτες σφαίρες, από μέσα είχαμε βάλει ξύλα τριγύρω στα κάγκελα και ήταν ένα είδος οχυρώματος – μας λέγανε “μην ανησυχείτε, είναι πλαστικές σφαίρες”. Τελικά διαπίστωσα γρήγορα πως δεν ήταν καθόλου πλαστικές αφού ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών, από την Καλλιθέα, μετά την έψαξα, και δεν είχε καταγραφεί ποτέ με τους νεκρούς, τη σφαίρα την είχε φάει στο μέτωπο. Την ανέσυρα με μια λαβίδα και ήταν κανονική σφαίρα. Ο πατέρας της ήταν αστυνομικός και δεν καταγράφηκε λόγω τρόμου», λέει η Λεκατσά.

Πολλά χρόνια τη βάραινε η όλη ιστορία. Κυρίως η κράτησή της στο ΕΑΤ – ΕΣΑ. «Ενιωθα πως ένα κομμάτι της ψυχής μου, του κορμιού μου είχε μείνει εκεί μέσα. Γι’ αυτόν τον λόγο πήρα τον χρόνο μου. Για πέντε χρόνια δεν έλεγα τίποτε.

Ο άνθρωπος – πιστεύω – πρέπει να σκύβει μέσα του, να τα βρίσκει με τον εαυτό του, να επουλώνει όσο γίνεται τα τραύματα. Το ΕΑΤ – ΕΣΑ ήταν ένας απόλυτος βιασμός, όχι μόνο του μυαλού σου, μα και του κορμιού σου. Ως γυναίκα το κουβάλησα μέχρι που δεν είχα πια έμμηνο ρύση. Με το που αδιαθετούσα κάθε μήνα, από την κακοποίηση είχα δεκαπέντε μέρες αίμα. Και να ήθελα να το ξεχάσω δεν μπορούσα. Μου δημιούργησε πολλά θέματα. Εχασα παιδιά».

Ο φασισμός σήμερα

Εδώ το ύφος, τα μάτια της μεταβάλλονται. Φωτίζεται από τη σκοτεινιά της ρέουσας μνήμης εκείνης. Μιλάει για την κόρη της Δώρα Χρυσικού, γνωστή ηθοποιό σήμερα. «Μέχρι τη λυτρωτική μέρα που γέννησα την κόρη μου, τη Δώρα». Τη Δώρα που ξεκίνησε για χορεύτρια με υψηλές σπουδές, αλλά που μια στροφή της ζωής την έφερε, 14 ετών, στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Και μια φράση του Μαστρογιάνι τη στοίχειωσε. «Δεν πειράζει που δεν έγινες χορεύτρια, έχεις ταλέντο για ηθοποιός». Φέτος η Δώρα κάνει μια πολύ μεγάλη επιτυχία σε ένα έργο, το «18/9», που ήταν δική της ιδέα – τη σκηνοθέτησε ο εξαιρετικός Κοραής Δαμάτης. Η ιδέα ήταν πάνω στην υπόθεση της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, παρακολούθησε όλη τη δίκη. Τον φοβάται τον φασισμό σήμερα η Μέλπω όμως; «Πάρα πολύ. Ενα ολόκληρο φασιστικό κίνημα στην Ιταλία. Ενα ναζιστικό στη Γερμανία. Ενα Ολοκαύτωμα. Ξεχνιούνται τόσο γρήγορα για να βγαίνουν παντού ακροδεξιές κυβερνήσεις; Και αυτά, γιατί ο κόσμος δεν είναι ευχαριστημένος. Εχουμε στα σπλάχνα μας έναν πόλεμο στην Ουκρανία. Μια γενοκτονία στη Γάζα. Ο κόσμος σήμερα στις αποφάσεις του έχει μια προσωρινότητα και έτσι αποφασίζει να πάει απερίσκεπτα στην άλλη πλευρά. Δεν βλέπεις τι έγινε στην Αμερική; Είναι δυνατόν να πιστέψω πως όλοι οι Αμερικανοί γίνανε αμέσως φασίστες, πως δεν θέλουν πια τους μετανάστες ή πως οι γυναίκες δεν καταλαβαίνουν το δικαίωμα στην άμβλωση;».

Την πάω ξανά πίσω στην Ιστορία καθώς τρώμε. Το 1971 εισάγεται στη Φαρμακευτική Αθηνών. Επιτρέψτε μου. Ετος ίδιο με τον θείο μου Νίκο Κουσαθανά, αδελφό της μάνας μου και φαρμακοποιό στη Μύκονο (σπάνιο χρονογράφο). Το πιο όμορφο κορίτσι και απ’ τα πιο θαρραλέα, λέγανε όλοι. Πώς ήταν το κλίμα όμως; τη ρωτώ. «Τα πλάκωνε όλα η σκλαβιά. Κανείς δεν εμπιστευόταν τίποτε. Το ’67 που αρχίζει η δικτατορία αποδεκατίζονται αρχικά οι οικογένειες των αριστερών. Οι πιο επώνυμοι πάνε εξορία. Οι πρώτες οργανώσεις δικάζονται, φυλακίζονται. Το 1971 πια όμως δεν υπάρχει το κλασικό: κατάγομαι από αριστερή οικογένεια και κάνω αντίσταση. Εκεί ένας αστικός πληθυσμός, παιδιά από το φάσμα όλων των κοινωνικών στρωμάτων, αρχίζει να βλέπει πως η δικτατορία δεν είναι πλάκα. Είναι κάτι που μας έχει μαυρίσει τη ζωή μας. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε ελεύθερα. Σκέψου πως ως νέοι δεν πηγαίναμε καν εκδρομές. Και αρχίζουν να πυκνώνουν οι παρέες, οι συζητήσεις, σε ταβερνίτσες κ.λπ. Και δεν είναι μόνον από τους αριστερούς ή τους πεφωτισμένους. Ανοίγει το φάσμα του δημοκρατικού κόσμου που αποζητάει κάτι το διαφορετικό».

Θυμάται και την πρώτη αντιστασιακή εκδήλωση όπου συμμετείχε. Μια παρέα φοιτητών, σημειώνει τον Νικήτα Λιοναράκη που τότε τον πιάνουν, τραγουδούν το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». «Είναι μια στιγμή που σηκώνω το κόκκινο το σάλι που φορώ και σαν ταύροι σε υαλοπωλείο ορμούν όλοι οι αστυφύλακες». Δεν συλλαμβάνεται ακόμη, αλλά από τότε αρχίζει το πιο θεωρητικό ψάξιμο. Διαβάζει ό,τι μπορεί. Επαφή με τους άλλους αγωνιστές της σχολής. Διονύσης Μαυρογένης, Στέλιος Κούλογλου, Γιώργος Γαβριήλ. Μέχρι την ταράτσα της Νομικής, τον τσουχτερό απ’ το κρύο και το ξύλο Φλεβάρη του ’73. «Νομίζαμε ότι πάμε να κάνουμε μια συνέλευση. Δεν ξέραμε αν θα μας κλείσουν. Δεν υπολογίσαμε το κρύο. Ούτε ένα κουλούρι δεν είχαμε. Εγώ ήμουνα της περιφρούρησης των γραφείων των καθηγητών γιατί σε αυτά είμαι άτεγκτη. Μη γίνει πλιάτσικο», θυμάται. Οπως θυμάται πώς κουβαλούσαν ψωμιά απ’ το διπλανό νεκροτομείο.

Στην παρανομία

Από την Ιθάκη η ίδια, και με πνεύμα πολυμήχανο. Κατά την έξοδο των φοιτητών απ’ τη Νομική, τη χτυπάει ο περιβόητος Σμαΐλης, αλλά δεν την πιάνουν. Προσθέτει στην αφήγηση μια άγνωστη στιγμή, λίγο μετά. Την 8η Μαΐου του 1973 που η χούντα εξαπολύει ένα μεγάλο κυνηγητό, για το οποίο έχει γράψει αναλυτικά ο αγωνιστής Μιχάλης Σαμπατακάκης. Κάπου εδώ ξεκινάει η παρανομία για τη Λεκατσά και η καταφυγή σε διάφορα σπίτια. Ποιος να το πει στο διπλανό τραπέζι πως η καλοβαλμένη και κομψή γυναίκα απέναντί μου κάποτε με κινηματογραφικούς εντελώς όρους ήταν στην παρανομία ακόμη και με περούκα; Και πάμε στο ψητό. Στα βασανιστήρια.

Συλλαμβάνεται στις 24 Δεκεμβρίου του 1973. «Τα βασανιστήρια έχουν πάντοτε το πιο σκληρό πρόσωπο της ζωής. Εχουν μια στόχευση: να σε τσακίσουν πνευματικά, σωματικά. Να σε κάνουν ένα ανθρώπινο ράκος. Δύο στόχους έχεις μέσα στη φυλακή. Να μη μιλήσεις για ό,τι ξέρεις και να μπορέσεις να βγεις ζωντανός». Τι την κράτησε και δεν έσπασε όμως; «Η οικογένειά μου. Δεν σκεφτόμουν μεγάλες ιδέες. Εδώ έχει σημασία να πω πως στο ΕΑΤ – ΕΣΑ είναι απόλυτη απομόνωση. Δεν βλέπεις κανέναν. Οι γονείς μου βέβαια κινήθηκαν γρήγορα. Πήγανε σε γιατρούς». Και εδώ η Μέλπω μνημονεύει τον ηρωικό γιατρό Βάλβη που έδινε χαρτί στους φοιτητές πως έχουν καρδιά για να μη βασανίζονται πολύ. Η Ντόιτσε Βέλε κάνει εκκλήσεις αν είναι ζωντανή η νέα φοιτήτρια. Και η χούντα δίνει άδεια στους γονείς της να την επισκεφθούν. Ο πατέρας της είχε χάσει σε έναν μήνα 15 κιλά. Θέλει να αντέξει για να αντέξει εκείνος. Από μια τρύπα στην πόρτα του κελιού ακούει φωνές όλη νύχτα. Αναγνωρίζει τον ηθοποιό Σταύρο Παράβα που έχουν συλλάβει. «Στη φυλακή να ξέρεις το δικό σου μαρτύριο είναι ένα πράγμα. Το μαρτύριο των άλλων είναι πολύ πιο σκληρό». Θυμάται τον αγωνιστή Σπύρο Γεωργάτο μαύρο απ’ το ξύλο. Μα τι σόι πράγμα ήταν αυτοί οι βασανιστές; Της διπλανής πόρτας παιδιά; «Ναι, αλλά ειδικής πόρτας», με διορθώνει. Θυμάται τον βασανιστή Κένιχ (προφανώς ψευδώνυμο). Και τα βασανιστήρια ήταν: ορθοστασία ατελείωτη μέχρι λιποθυμίας. «Γι’ αυτό δεν θέλω να μένω όρθια καθόλου». Πάρα πολλά χαστούκια, τραβήγματα στα μαλλιά, χτυπήματα στο στήθος, στα γεννητικά όργανα, χτύπημα με σύρματα. Λαϊκά παιδιά που χτύπαγαν τους συνομηλίκους τους. Και υψηλοί εντολείς όπως ο Θεοφιλογιαννάκος, ο Σπανός αλλά και ο Τσάλας. Ο τελευταίος ήταν ο χειρότερος, λέει η Λεκατσά. Προσθέτει μια ενδιαφέρουσα πικρή διάσταση. Τα βασανιστήρια δεν αναγνωρίζουν φύλα. Ομως η πατριαρχία, και εδώ παρούσα, κάνει την πραγματικότητα της κράτησης για τις γυναίκες εφιαλτική.

Χρόνια μετά, συνάντησε δύο βασανιστές της τυχαία. Τον έναν όταν ένα βράδυ έκανε εφημερία στο φαρμακείο της. «Με γνώρισες;», τη ρώτησε. «Πολύ καλά». Και λέει πως στα σχολεία που πάει κάθε χρόνο για να μιλήσει τη ρωτούν οι μαθητές γιατί του έδωσε φάρμακα: «Μα είναι η δουλειά μου. Και γι’ αυτό είμαστε διαφορετικοί και δεν είμαστε ίδιοι».

Η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ

Αυτές τις ημέρες η Μέλπω δεν μιλάει μόνο για το Πολυτεχνείο. Μιλάει και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Βρέθηκε στους απέξω δίπλα στον Κασσελάκη στο συνέδριο – γκροτέσκο εξάλλου. «Είναι σαν να κάνω ένα μεγάλο μνημόσυνο γιατί δεν θέλω με ανθρώπους με τους οποίους ήμασταν μαζί να μη λέμε καλημέρα». Εξοργίστηκε όμως με τις μεθοδεύσεις της πλειοψηφίας. «Δεν χρειαζόταν αυτή η χειραγώγηση», λέει. Και στην ερώτηση αν αδικήθηκε ο Κασσελάκης είναι κάθετη: «Η βάση του ΣΥΡΙΖΑ αδικήθηκε».  Τώρα η ίδια κρατά μια στάση αναμονής. Κομματική στενά δεν τη λες. Και για χρόνια, παρά το ότι ήταν φίλια προς την ανανεωτική Αριστερά, δεν ήταν οργανωμένη. Μόνο στις ευρωεκλογές του 2024 κατέβηκε. «Ενα πράγμα που μίσησα στη ζωή μου είναι τα αριστερόμετρα και αυτή η πολιτική, τάχα μου, καθαρότητα. Κυρία Γεροβασίλη, δεν μπορεί να μας λέτε πως διορθώσατε το λάθος. Μου θυμίζετε άλλα πράγματα. Και αν κάνατε λάθος θα έπρεπε να βρείτε τρόπο ενδοοικογενειακά να το διορθώσετε».

Κλείνουμε με το Πολυτεχνείο εξαιτίας των ημερών, αύριο τα 51 χρόνια του. Ποιος το έκανε; «Ο κόσμος. Το ελεύθερο φρόνημα των ανθρώπων. Και δεν μπόρεσε καμία παράταξη και κανένας να το χειραγωγήσει. Και αυτό είναι που τους πονάει. Θα το λέω μέχρι που θα πεθάνω: έπαιξε ρόλο ο κόσμος έξω. Και τα παιδιά μέσα. Είναι το αλωνάκι μας, όπως λέει ο Σολωμός. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό το αλωνάκι. Μπορείς να καταλάβεις πώς και πόσο γίνεται άρση του φόβου εκείνη τη στιγμή;».