ΣΥΡΙΖΑ, μια μηχανή εχθροπάθειας
Πρέπει να είμαι από τους πρώτους με θητεία στην Αριστερά, κυρίως στα αριστερά έντυπα, που συγκρούστηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ – ένα ριζοσπαστικό πολιτικό μόρφωμα με κινηματική αντίληψη της πολιτικής, που είχε αντικαταστήσει τον ανανεωτικό χώρο, στο όνομα του οποίου δικαιολογούσε την ύπαρξή του. Στην αρχή πρωτίστως για τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύτηκε τους ταραξίες που διέλυσαν το κέντρο της Αθήνας, έπειτα από τον φόνο του Γρηγορόπουλου, στις 6/12/08. Στα λόγια, βέβαια, ήταν ένα βήμα πίσω από τους καταστροφείς – ώσπου, τα Χριστούγεννα του 2008, η εφημερίδα «Αυγή», η εφημερίδα του κόμματος, να κυκλοφορήσει με ημερολόγιο από τις ταραχές που τις εμφάνιζε ως εξέγερση και να τυπώσει στις σελίδες της τα Κάλαντα που υμνούσαν την καταστροφή: «Ω έλατο, ω έλατο, τι ωραία που αρπάζεις».
Η χρεοκοπία και το πρώτο Μνημόνιο ήταν ωραία αφορμή η εξέγερση, εκτός από ρίζες, να αποκτήσει και διάρκεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν από τις πρώτες δυνάμεις που βρέθηκαν στο Σύνταγμα, στις υποτίθεται ακηδεμόνευτες διαδηλώσεις «Αγανακτισμένων», που προσπαθούσαν να τις κηδεμονεύσουν πολλοί, με περισσότερο ωφελημένους τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Χρυσή Αυγή. Oπως το συνήθιζε, o ΣΥΡΙΖΑ ήταν πάντα ένα βήμα μακριά από τα επεισόδια – αλλά πάντα έτοιμος να καλύψει όσους τα προκαλούσαν, καταδικάζοντας την κυβέρνηση, την αστυνομία, τους πιστωτές εταίρους. Ανάμεσα σε εκδηλώσεις βίας όπως το έγκλημα της Μαρφίν, οι επιθέσεις σε πολιτικούς αντιπάλους, ο εμπρησμός κτιρίων στη Σταδίου (και του κινηματογράφου Αττικόν), η στοχοποίηση δημοσιογράφων, η βίαιη ακύρωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου 2011, η υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας μέσω και εθνικών βάρδων του θεάματος, ο ΣΥΡΙΖΑ μεταβλήθηκε από ένα κόμμα χαμηλής διαμαρτυρίας σε δύναμη εξουσίας.
Την οποία κέρδισε, με συνθήματα όπως «θα σκίσουμε τα Μνημόνια με έναν νόμο και με ένα άρθρο» και «γκόου μπακ, μαντάμ Μέρκελ, γκόου μπακ, κύριε Σόιμπλε» – και με τη συνδρομή του Πάνου Καμμένου και των ακροδεξιών ΑΝΕΛ. Ακολούθησε το τραγικό 2015, με μια δήθεν διαπραγμάτευση, προσφυγική κρίση, ένα δημοψήφισμα που δοκίμασε τα όρια της χώρας, capital control και ένα τρίτο, αχρείαστο ως τότε, Μνημόνιο, ώσπου ο Τσίπρας να ανακαλύψει την «κανονικότητα». Που, όταν ξανακέρδισε τις εκλογές, τη μετέφρασε σε πειθήνια υπακοή στη «μαντάμ Μέρκελ», σε «στασιμοχρεοκοπία», στην προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός δικού του πελατειακού συστήματος αλλά και στις μεθοδεύσεις κατά του Τύπου και των δημοσιογράφων που δεν του ήταν αρεστοί… Και, κυρίως, με τη σκευωρία Novartis κατά δέκα σημαντικών πολιτικών αντιπάλων του, προκειμένου, κατά την προτροπή Πολάκη, να μπουν κάποιοι φυλακή για να ξανακερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές.
Ομως ο κόσμος τούς είχε πάρει χαμπάρι. Τα επόμενα χρόνια, ζήσαμε έναν ακόμα γύρο εχθροπάθειας, χωρίς αντίκρισμα. Πλήρως απομυθοποιημένος, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε στις περσινές βουλευτικές εκλογές – και ο Στέφανος Κασσελάκης, που αντικατέστησε όχι χωρίς μεθοδεύσεις τον Τσίπρα στην προεδρία, αποδείχτηκε ανίκανος να κρατήσει είτε τον αριστερό μύθο, είτε τους μηχανισμούς, είτε την ελπίδα.
Η τελετουργία της διάλυσης, που ζούμε τις τελευταίες ημέρες, είναι ακόμα ένα ρεσιτάλ εχθροπάθειας – ελλείψει εξωτερικών αντιπάλων, τώρα τσακώνονται μόνοι τους. Είναι το αποτέλεσμα αυτού που ετοίμασαν. Τράφηκαν με τις σάρκες της χώρας και τώρα, για να επιβιώσουν, τρώνε τις δικές τους σάρκες.
Αλλά μη γελιόμαστε. Αυτό ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια μηχανή εχθροπάθειας. Γεννήθηκε, έζησε και πεθαίνει μέσα στις συνέπειές της. Ευτυχώς, αυτή τη φορά δεν μας αφορά.
Κρασάς που δεν έπινε σταγόνα
Ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν πολλά πράγματα μαζί. Σήμερα, θα μείνω μόνο στο επαγγελματικό του: ήταν οινοποιός. Εκείνος το έλεγε καλύτερα: «Δηλώνω κρασάς. Σπάνια συστήνομαι ως οινοπαραγωγός. Δεν παράγω απλώς οίνο, τον περιποιούμαι κιόλας, οπότε θέλω μια πιο περιεκτική λέξη κι ας είναι μόνο δύο συλλαβές. Προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη “κρασί”, βυζαντινή και επομένως πιο οικεία στη νοοτροπία μου, από την αρχαιοελληνική λέξη “οίνος” ή τη λατινική “vinum”, οι οποίες παραπέμπουν σε συμπόσια και σε αμάν, βαριά φιλοσοφία». (Γιάννης Μπουτάρης σε συνεργασία με τη Μαρία Μαυρικάκη, «Εξήντα χρόνια τρύγος», Πατάκη, 2020, σελ. 43).
Ηξερε πολλά για το ποιοτικό, το ακριβό κρασί, τον ενδιέφερε πάντα η Ελλάδα να αυξήσει τις εξαγωγές της. Αλλά, ταυτόχρονα, κατανοούσε ότι το κρασί πρέπει να είναι καλό και προσιτό. «Από την πείρα μου σας διαβεβαιώνω ότι ο μέσος καταναλωτής επιθυμεί ένα καλό κρασί της σειράς, ποιοτικό μεν, αλλά χωρίς σπουδαία προσωπικότητα. Δεν θέλει μεγαλεία, προτιμά να έχει την ευκολία του· να πίνει μεσημέρι και βράδυ ένα ή δύο ποτήρια, επειδή έτσι του αρέσει» (ό.π., σελ. 52).
Ηταν γεννημένος μέσα στο κρασί. Τα χρόνια της χρυσής μποεμίας, είχε κυλήσει στον αλκοολισμό. Τον πολέμησε και τον νίκησε. Κρασάς που δεν έπινε σταγόνα. Ενας άνθρωπος με σιδερένια θέληση – αυτός ήταν ο Μπουτάρης που αγαπήθηκε.