Ο νόμος της αδράνειας
Η τροχιά αποσύνθεσης στην οποία έχει μπει ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα ανακοπεί. Για τρεις λόγους.
Πρώτον, επειδή η ιδιόμορφη αυτή πολιτική οργάνωση δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις συνθήκες και στα δεδομένα που επικράτησαν στη χώρα μετά το τέλος της κρίσης.
Απόδειξη πως σε όλες τις εκλογές μετά τη διακυβέρνηση Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε σταθερά πτωτικές επιδόσεις. Η χώρα έμπαινε σε μια φάση επιστροφής στην κανονικότητα, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδειχνε διάθεση ή ικανότητα να την ακολουθήσει.
Δεύτερον, επειδή μετά την άνθηση της δεκαετίας 2010 ο ευρύτερος χώρος του ΣΥΡΙΖΑ περνάει κρίση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Πορτογαλία…
Συνεπώς, το πολιτικό φαινόμενο είναι γενικότερο και δεν έχει μόνο εθνικά χαρακτηριστικά.
Τρίτον και σημαντικότερο, επειδή δεν προκύπτει κάποιος ή κάτι που να ανακόψει αυτόν τον κατήφορο.
Είτε σε επίπεδο προσώπων είτε σε επίπεδο συνθηκών.
Είναι περίεργο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε προσκολλημένος στο παλιό μαοϊκό δόγμα που είχε επικαλεστεί και ο πρώην αρχηγός του. «Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση».
Ετσι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια διαρκής αναγγελία αναταραχής που δεν επιβεβαιωνόταν από τα γεγονότα, ούτε από την πραγματικότητα. Πότε θα μας σκότωναν τα εμβόλια και θα πεθαίναμε έξω από τις ΜΕΘ, πότε θα κατέρρεε η δημοκρατία, πότε θα καταλυόταν το κράτος δικαίου, ποτέ θα πέθαινε ο πληθυσμός από την πείνα…
Αλλά αναταραχή δεν υπάρχει κι αν προκύψει, δεν ξέρω πολλούς που θα τη θεωρήσουν υπέροχη.
Ο Στέφανος Κασσελάκης λοιπόν δεν είναι ο υπαίτιος της πτωτικής τροχιάς. Ηταν μια απερίσκεπτη λύση απελπισίας που απλώς δεν κατάφερε να ανακόψει την πτώση.
Ούτε θα μπορούσε άλλωστε. Ηταν καταφανές πως δεν είχε τίποτα το κοινό με το κόμμα του οποίου είχε εκλεγεί αρχηγός. Και ενδεχομένως καμία συγκροτημένη ιδέα για εκείνο που ήθελε να κάνει.
Ηττήθηκε τελικά από τον νόμο της αδράνειας που αποτελεί συνήθως καθεστώς στα αριστερά κόμματα. Μια αδράνεια την οποία, αν μη τι άλλο, υπηρέτησε με συνέπεια ο προκάτοχός του το διάστημα 2019-2023. Και την πλήρωσε.
Εναν χρόνο αργότερα, λοιπόν, την πλήρωσε και ο διάδοχός του.
Λογικό. Τα κόμματα και οι παρατάξεις δεν αλλάζουν απλώς επειδή άλλαξε ο αρχηγός. Ο νόμος της αδράνειας είναι αμείλικτος.
Αυτό φυσικά δεν αναιρεί την ουσία του πολιτικού προβλήματος. Το οποίο δεν είναι φυσικά πως δεν υπάρχει αντιπολίτευση, αυτό αφορά μόνο την αντιπολίτευση. Αλλά πως δεν υπάρχει ουσιαστικός αντίλογος σε μια κυβέρνηση που (κουτσά στραβά) προχωράει τη χώρα.
Την περασμένη Κυριακή το θέαμα ήταν εφιαλτικό, ακόμη κι αν το θεωρήσουμε συμπτωματικό.
Στη ΔΕΘ ο Μητσοτάκης αράδιαζε μέτρα. Και στον ΣΥΡΙΖΑ ψήφιζαν να διώξουν τον Κασσελάκη.
Πάμε λοιπόν στο αρχικό ερώτημα. Μπορεί άραγε να αποτραπεί η πορεία αποσύνθεσης;
Προφανώς τίποτα στην πολιτική δεν είναι δεδομένο, ούτε προδιαγεγραμμένο. Αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο χρειάζονται τα αυτονόητα. Χρειάζονται μια φυσιογνωμία, μια ηγεσία και ένας ρόλος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τα δύο πρώτα και δεν καταλαβαίνει το τρίτο. Νομίζουν πως αν μείνουν σε αυτό που υπήρξαν, κάποια στιγμή το παρελθόν θα επιστρέψει ως μέλλον.
Αυτό όμως δεν είναι πολιτική σκέψη. Είναι χιλιαστική αντίληψη. Ταιριάζει σε θρησκευτικές σέχτες.
Αλλά υπάρχει και ένα πρόσθετο ζήτημα που προκύπτει από το ερώτημα «τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα». Ομολογώ πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να το προσδιορίσεις.
Τι έχουμε;
—- Εχουμε μια μερίδα πρώην ή νυν αριστερών, κληροδότημα του παλιού Συνασπισμού. Τουλάχιστον όσοι δεν έφυγαν με τη Νέα Αριστερά.
—- Εχουμε μια μερίδα πρώην πασόκων που απέτυχαν ως πασόκοι και ανακυκλώθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ τις καλές μέρες του ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες.
—- Εχουμε και μια μερίδα «αντισυστημικών» ή λούμπεν στοιχείων που αποτελούν συνήθως την πελατεία του Πολάκη.
Δεν χρειάζεται και μεγάλη πολιτική ανάλυση για να διαπιστώσει κανείς πως αυτές οι τρεις ομάδες έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία ή σημεία αναφοράς και προφανώς δεν συγκροτούν παράταξη.
Τους ένωνε έως ένα σημείο μια νοσηρή άσκηση της εξουσίας κι εξακολουθεί να τους ενώνει μια σχεδόν ψυχωτική αντίθεση στον Μητσοτάκη επειδή νομίζουν ότι κυβερνάει στη θέση τους.
Υπάρχει όμως κι ένα γενικότερο στοιχείο.
Πολλοί επιπόλαιοι και πρόχειροι καλοθελητές έσπευσαν να αποφασίσουν ότι η Ελλάδα είναι περίπου καταδικασμένη να ζει σε ένα σύστημα δικομματισμού ή διπολισμού. Στα πλαίσια του οποίου το ΠΑΣΟΚ (παλαιότερα) ή ο ΣΥΡΙΖΑ (πιο πρόσφατα) ή κάποιο άγνωστο μείγμα των δύο θα αποτελεί τον επίζηλο «δεύτερο πόλο».
Τέτοιοι αυτοματισμοί όμως δεν υπάρχουν στην πολιτική. Στην Ευρώπη λειτουργούν σήμερα ατελείωτοι συνδυασμοί κομματικών συστημάτων, καθώς και κομματικά συστήματα που αλλάζουν ή εξελίσσονται.
Συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και το ΠΑΣΟΚ) θα πρέπει να αφομοιώσει νέους τρόπους σκέψης και να αναπτύξει εργαλεία κατανόησης μιας πραγματικότητας που διαρκώς μεταβάλλεται.
Κακά τα ψέματα, οι νομοτέλειες έχουν ακυρωθεί εδώ και δεκαετίες. Οι τυφλοσούρτες έχουν καταργηθεί.
Αλλά αυτήν ακριβώς τη νοητική (κυρίως) επεξεργασία παρεμποδίζει ο νόμος της αδράνειας που με τόση επιπολαιότητα επικρατεί στην ελληνική πολιτική.
Ετσι, είναι εύκολο να νομίζει ο οιοσδήποτε ότι, μένοντας ακίνητος, το παρελθόν θα επανεμφανιστεί ως μέλλον και ο Αλέξης θα μετενσαρκωθεί σε Ανδρέας.
Μόνο που ποτέ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στην πολιτική καθένας χαράζει τον δρόμο του.
Κι αν, όπως έλεγε ο Αννίβας, δεν υπάρχει δρόμος, τότε θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να τον δημιουργήσει.