Η λύση στον υπερτουρισμό: Πώς θα μάθουμε να ταξιδεύουμε και να σεβόμαστε τους ντόπιους
Ο τουρισμός δεν είχε ποτέ μεγάλη φήμη, δεδομένου ότι η ίδια η λέξη «τουρίστας» είναι… υποτιμητική – «παριστάνει τον τουρίστα», «ο άνθρωπος είναι τουρίστας» κ.λπ. – ωστόσο, η έννοια της λέξης έχει χειροτερεύσει τα τελευταία χρόνια, καθώς κινήματα ενάντια στον υπερτουρισμό ξεφυτρώνουν σε όλο τον κόσμο.
Αυτό μπορεί να μοιάζει με μια πορεία διαμαρτυρίας, όπως έγινε στη Βαρκελώνη, όπου ένα πλακάτ ζητούσε ευθέως: «Τουρίστες πηγαίνετε σπίτι σας, δεν είστε ευπρόσδεκτοι εδώ». Μπορεί επίσης να μοιάζει με την επιβολή ενός τέλους επισκεπτών, όπως αυτό που εισήγαγε φέτος η Βενετία – και ήδη λένε ότι δεν πολυπέτυχε – ή με το απλό κλείσιμο του τερματικού σταθμού κρουαζιερόπλοιων από την δήμαρχο του Άμστερνταμ, όπως έκανε πέρυσι.
Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των ανθρώπων που διέσχισαν τα διεθνή σύνορα ως τουρίστες (και όχι ως εκτοπισμένοι ή μετανάστες) το 2023 είναι 1,3 δισεκατομμύρια, γεγονός που αποτελεί όχι μόνο μια πλήρη ανάκαμψη μετά την εποχή της πανδημίας, αλλά και μια σχεδόν 25πλάσια αύξηση από τη δεκαετία του 1950.
Με κινητήρια δύναμη όχι μόνο τις πτήσεις που γίνονται ολοένα και πιο προσιτές, αλλά και την ευκολία των online κρατήσεων για ταξίδια – από το λανσάρισμα των μεσιτών πτήσεων και ξενοδοχείων της τελευταίας στιγμής στα τέλη της δεκαετίας του 1990, στην Airbnb στα τέλη της δεκαετίας του 2000, ακολουθούμενη από τις πτήσεις και τα ταξίδια της Google – τα πάντα σχετικά με τα ταξίδια έχουν γίνει ευκολότερα και φθηνότερα.
Ο αντίκτυπος του υπερτουρισμού και τα μέτρα
Αλλά οι δυσκολίες και το κόστος εξακολουθούν να υπάρχουν, απλώς πληρώνονται αλλού. Ο τουρισμός αντιπροσωπεύει λίγο περισσότερο από το 8% όλων των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι βραχυχρόνιες ενοικιάσεις για διακοπές στρεβλώνουν σε τέτοιο βαθμό τις αγορές κατοικιών που έφτασαν στο σημείο οι ντόπιοι να περνούν τους καλοκαιρινούς μήνες ζώντας σε πάρκινγκ – όπως συνέβη στην Ίμπιζα.
Και αυτός είναι μόνο ο συνολικός αντίκτυπος του υπερτουρισμού, πριν οποιοσδήποτε εξ ημών αρχίσει να κάνει οτιδήποτε. Το Ντουμπρόβνικ στην Κροατία έχει νέους κανόνες σχετικά με το να μην πηδάς σε σιντριβάνια ή να σκαρφαλώνεις σε αγάλματα και να μην κυκλοφορείς χωρίς μπλούζα.
Το Άμστερνταμ ξεκίνησε μια διαφημιστική καμπάνια «Μείνετε μακριά» (που απευθύνεται ειδικά στους Βρετανούς). Η Βουδαπέστη, το Μόναχο, το Ντίσελντορφ και η Πράγα απαγόρευσαν όλα τα «beer-bikes», αυτά τα 17θέσια σαράβαλα όπου οι εργένικες παρέες κάνουν πετάλι για να ξεχαστούν. Το Σπλιτ θέσπισε ειδικά πρόστιμα για τον εμετό και την ούρηση σε δημόσιο χώρο, ενώ ο Ιταλός υπουργός Πολιτισμού έχει βαρεθεί να βλέπει τους ανθρώπους να παραμορφώνουν το Κολοσσαίο.
Ο παλιός και ο νέος τουρίστας
Όταν εξετάζεις τα κινήματα κατά του υπερτουρισμού στο σύνολό τους, είναι δύσκολο να αποφύγεις το συμπέρασμα ότι τα ταξίδια είναι ένα από εκείνα τα ωραία πράγματα που δεν μας αξίζουν πια. Αλλά σε αυτή τη θλιβερή εικόνα μπαίνει η ταξιδιωτική δημοσιογράφος Paige McClanahan, με το βιβλίο της «Ο νέος τουρίστας», σύμφωνα με τον Guardian. Μπορούμε ακόμα να ταξιδεύουμε, λέει, και επιπλέον είναι σημαντικό να το κάνουμε – απλά πρέπει να γίνουμε πολύ καλύτεροι σε αυτό.
Το παλιό είδος τουρίστα, γράφει, είναι «ένας αγνός καταναλωτής, που βλέπει τους ανθρώπους και τα μέρη που συναντά όταν ταξιδεύει σαν ένα μέσο για κάποιο προσωπικό σκοπό: ένα στοιχείο που σβήνει από τη λίστα του, μια διασκεδαστική φωτογραφία για το Instagram, ένα ακόμα πράγμα για να καυχηθεί στους συνομηλίκους του».
Ο νέος τουρίστας, αντίθετα, «ταπεινώνεται» από το άγνωστο, δεν ταράζεται από αυτό, «αγκαλιάζει την ευκαιρία να συναντήσει ανθρώπους των οποίων το υπόβαθρο είναι πολύ διαφορετικό από το δικό του, και να μάθει από πολιτισμούς ή θρησκείες που διαφορετικά θα φοβόταν ή θα αντιμετώπιζε με περιφρόνηση». Ίσως αυτό να μην ακούγεται πρωτοποριακό – εν ολίγοις, όταν είστε μακριά, προσπαθήστε να είστε ο καλύτερος εαυτός σας – αλλά φθάνει στην «καρδιά» ενός βιβλίου που είναι εν μέρει μια σύγχρονη ιστορία των διεθνών ταξιδιών, εν μέρει ένα μανιφέστο γι’ αυτά.
Τα ταξίδια ως κοινωνικό αγαθό
Βασικά, η McClanahan βλέπει τα ταξίδια ως κοινωνικό αγαθό. «Όταν σκεφτόμαστε τις προκλήσεις που πρόκειται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, είτε πρόκειται για άλλη μια πανδημία, είτε για ανεξέλεγκτη τεχνητή νοημοσύνη, είτε για καταστροφική κλιματική αλλαγή, κάθε μία από αυτές τις κρίσεις αγνοεί εντελώς τα εθνικά σύνορα», εξηγεί και τονίζει χαρακτηριστικά:
«Αν πρέπει όλοι να καθόμαστε στα σπίτια μας, αυτό θα μας προετοιμάσει; Όχι, χρειαζόμαστε υψηλής ποιότητας, ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις που θα αλλάξουν τις προοπτικές μας και θα εμβαθύνουν την κατανόησή μας για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν τόσο διασυνδεδεμένο κόσμο».
Ωστόσο, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε όπως είμαστε. Ο όρος «υπερτουρισμός» επινοήθηκε το 2016 από το Skift, ένα πρακτορείο ταξιδιωτικών ειδήσεων, με πρότυπο την Ισλανδία. Μετά το οικονομικό κραχ της χώρας στα τέλη της δεκαετίας του 2000, τα έσοδα από τον τουρισμό απέκτησαν τεράστια σημασία, εν μέρει ως τρόπος αποπληρωμής ενός τεράστιου δανείου του ΔΝΤ.
Αλλά οι επισκέπτες έχουν κόστος, είτε πρόκειται για την καταστροφή των λιβαδιών από την επισκεψιμότητα, είτε για τη νέα πίεση στις οδικές υποδομές, όταν ένα νησί με πληθυσμό περίπου 350.000 κατοίκων άρχισε να βλέπει περισσότερους από 2 εκατομμύρια τουρίστες μέχρι το τέλος του 2017.
Το κωμικοτραγικό παράδειγμα της Ισλανδίας
Η McClanahan πήρε συνέντευξη από την πρώην πρώτη κυρία της Ισλανδίας, Eliza Reid, για το βιβλίο της, η οποία της είπε ότι η ίδια και ο σύντροφός της, ο τότε πρόεδρος Guðni Jóhannesson, περπάτησαν στο κέντρο του Ρέικιαβικ μια καλοκαιρινή μέρα του 2017. «Και κανείς δεν τον αναγνώρισε, επειδή δεν υπήρχαν Ισλανδοί εκεί! Ήταν όλοι τουρίστες».
Αυτή η αίσθηση της μετουσίωσης των περιοχών με μεγάλη επισκεψιμότητα, οι οποίες μένουν αγνώριστες όταν η αναλογία κατοίκων/επισκεπτών είναι εκτός ελέγχου, επιδεινώθηκε μετά την πανδημία. Δεν ήταν τόσο πολύ ότι οι τουρίστες έφεραν τον Covid-19 (αν και το έκαναν), ήταν μάλλον το γεγονός πως οι διεθνείς ταξιδιωτικές απαγορεύσεις έκαναν τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν «πόσα ακριβώς είχαν θυσιάσει για τους τουρίστες για τόσο πολύ καιρό», λέει η McClanahan.
Θεωρήθηκε ότι οι άνθρωποι στις περιοχές με υπερτουρισμό, όπως στη Χαβάη, θα επιθυμούσαν διακαώς την άρση των ταξιδιωτικών απαγορεύσεων, αφού χάθηκαν τόσα πολλά έσοδα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά η ηρεμία και η γαλήνη αποδείχθηκαν πολύ πιο πολύτιμες σε ορισμένα μέρη.
Στο τέλος ενός συνεδρίου για τον τουρισμό στη Χαβάη, στο οποίο συμμετείχε η McClanahan, ένας συμμετέχων σηκώθηκε και είπε: «Ο τουρισμός είναι αποικιοκρατία. Οι τουρίστες πρέπει να πάνε σπίτι τους τώρα».
Πώς μπορούμε να γίνουμε καλοί τουρίστες;
Ο Guardian προτείνει στην McClanahan ότι, από τη Χαβάη μέχρι τη Μαγιόρκα, αυτό εναντίον του οποίου επαναστατούν οι κάτοικοι είναι τόσο ο καπιταλισμός όσο και οι τουρίστες: ιστορικά, η ενόχληση που προκαλεί το γεγονός ότι οι επισκέπτες είναι πολύ περισσότεροι από τους κατοίκους ετησίως, αντισταθμίζεται από το τι κάνει αυτό για την τοπική οικονομία. Αλλά, αν οι καρποί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένοι – ίσως το μοντέλο οδηγεί σε μια κουλτούρα χαμηλών μισθών, ίσως οι μεσάζοντες, όπως οι εταιρείες κρουαζιέρας ή η Airbnb, απομυζούν το κέρδος – αυτό το συμβόλαιο διαλύεται και η δυσαρέσκεια απλώνεται και στις δύο πλευρές.
Η McClanahan συμφωνεί ότι «οι ημερήσιοι εκδρομείς στη Βενετία, οι άνθρωποι που έρχονται από μια κρουαζιέρα για να αγοράσουν μια καρτ ποστάλ και ένα παγωτό και μετά να φύγουν», μπορεί να ταιριάζουν σε αυτή την εικόνα, αλλά είναι δυνατόν να ταξιδέψεις και ταυτόχρονα να παραμείνεις «κοινωνικά συνειδητοποιημένος και κοινωνικά ευαισθητοποιημένος»: να περάσεις περισσότερο χρόνο σε έναν τόπο, όχι στο αποκορύφωμα της σεζόν, και να ξοδέψεις χρήματα σε τοπικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, όπως λέει χαρακτηριστικά, «για κάθε Βαρκελώνη ή Βενετία που αντιστέκεται στον υπερτουρισμό, υπάρχουν τόσα άλλα μέρη που εργάζονται όσο πιο σκληρά μπορούν για να προσελκύσουν τουρίστες». Η Σρι Λάνκα, η Ταϊβάν, η Ρουάντα και η Ιαπωνία έχουν ενεργά κρατικά προγράμματα για την αύξηση του αριθμού των τουριστών.
Ο πρώτος «νόμος» για τον νέο τουρισμό είναι απλός: «Ταξιδέψτε σε λιγότερα μέρη και περάστε περισσότερο χρόνο εκεί. Καταλάβετε ότι ίσως είναι η μοναδική φορά στη ζωή σας που έχετε την ευκαιρία να δείτε αυτό το τοπίο, αυτή την άγρια φύση, να έρθετε και να γνωρίσετε αυτούς τους ανθρώπους».
Οι πρωτότυπες πρωτοβουλίες κάποιων χωρών
Τα ταξίδια, όπως τα περιγράφει, συνοδεύονται από μια «χροιά νοσταλγίας, μια γλυκόπικρη γεύση» ακόμη και την ώρα που τα κάνετε. «Μέρος της ευδαιμονίας του είναι ότι μπορεί να μην ξαναγυρίσεις ποτέ, και ακόμη κι αν το κάνεις, δεν θα ξαναζήσεις ποτέ αυτή τη στιγμή».
Παράλληλα, πολλές χώρες συνάπτουν ρητά συμβόλαια με τους επισκέπτες για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης. Στο Παλάου στον δυτικό Ειρηνικό, θα λάβετε μια σφραγίδα στο διαβατήριό σας, που θα σας δίνει ειδική πρόσβαση σε κάποια μέρη αν αγοράσετε αντηλιακό ασφαλές για τους υφάλους.
Στη Δανία, υπάρχει μια δοκιμαστική πρωτοβουλία με την ονομασία «Copenpay», στην οποία οι τουρίστες μπορεί να κάνουν μια δωρεάν βόλτα με σκάφος για να μαζέψουν τα σκουπίδια ή ένα δωρεάν ποτό αν πάνε με ποδήλατο σε ένα μπαρ αντί να οδηγήσουν. Είναι ένας δημιουργικός τρόπος για να συνδεθούν οι τουρίστες με τον τόπο στον οποίο βρίσκονται, ωστόσο, όλα αυτά υπογραμμίζουν πόσο δύσκολο είναι να μετριάσεις πραγματικά το αποτύπωμα άνθρακα ως τουρίστας: το να κάνεις ποδήλατο στην Κοπεγχάγη δεν θα κάνει μεγάλη διαφορά στην πραγματικότητα από το αν έφτασες εκεί με αεροπλάνο.
Υπερτουρισμός και κλιματική κρίση
«Η τεχνολογία για ταξίδια χωρίς άνθρακα υπάρχει ήδη», σημειώνει η McClanahan. «Δεν έχει αναπτυχθεί στην κλίμακα που απαιτείται, και όλοι μας πρέπει να εκπαιδευτούμε, ως καταναλωτές και ως ψηφοφόροι, σχετικά με τον μετασχηματισμό και την ταχύτητα που χρειαζόμαστε. Είτε πρόκειται για ηλεκτρικές πτήσεις, είτε πρόκειται για πτήσεις με υδρογόνο, είτε πρόκειται για καύσιμο υδρογονανθράκων που παράγεται από διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο εξάγεται από την ατμόσφαιρα, αυτή η τεχνολογία υπάρχει, αυτά τα αεροπλάνα έχουν πετάξει. Το θέμα είναι να μπορέσουμε να το κάνουμε στην κλίμακα που απαιτείται, για να έχουμε πραγματικό αντίκτυπο στην ατμόσφαιρα».
Σχετικά με την κλιματική κρίση, όπως και με όλες τις ηθικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο υπερτουρισμός, η McClahanan μάς προτρέπει να εξετάσουμε το αντίστροφο γεγονός. Δεν υπάρχει μια απλή λύση, όπως το «να σταματήσουμε να ταξιδεύουμε».
Όπως έλεγαν οι παλιές διαφημίσεις, «δεν είστε στην κίνηση, είστε η κίνηση». Εν ολίγοις, αν έχετε ταξιδέψει κάπου όπου μπορείτε να δείτε υπερτουρισμό, τότε είστε μέρος του. Ωστόσο, «υπάρχει μια θαυμάσια ταπεινότητα που κερδίζουμε βγαίνοντας από την άνεσή μας, απλά πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε διαφορετικά».