Οι «σκοτεινές» παρενέργειες του διαλογισμού – Τι έδειξε μελέτη του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης
Ο διαλογισμός θεωρείται ευρέως ως μια από τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους για τη μείωση του άγχους και τη βελτίωση της ψυχικής υγείας. Ωστόσο, νέα έρευνα από τον ψυχολόγο Nicholas Van Dam και την ομάδα του στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης δείχνει ότι η πρακτική αυτή μπορεί να έχει και μια λιγότερο γνωστή πλευρά: περίπου 6 στους 10 ανθρώπους που διαλογίζονται αναφέρουν κάποια μορφή ανεπιθύμητης εμπειρίας, ενώ το ένα τρίτο τη βιώνει ως δυσάρεστη ή ψυχολογικά επώδυνη.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Clinical Psychological Science της Association for Psychological Science, καταγράφει ότι ορισμένοι ασκούμενοι εμφανίζουν άγχος, κρίσεις πανικού, επαναβίωση τραυματικών εμπειριών ή ακόμη και αποπροσωποποίηση — μια αίσθηση ότι αποσυνδέονται από το σώμα ή τον εαυτό τους. Αν και αυτές οι εμπειρίες δεν είναι καθολικές, αφορούν ένα αξιοσημείωτο ποσοστό ανθρώπων που ασκούνται συστηματικά.
Για τη διερεύνηση του φαινομένου, η ερευνητική ομάδα συγκέντρωσε 900 άτομα από όλη τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε ένα δείγμα που αντανακλά το δημογραφικό προφίλ των Αμερικανών που διαλογίζονται. Οι συμμετέχοντες, από αρχάριοι έως προχωρημένοι, κλήθηκαν να συμπληρώσουν μια λίστα 30 πιθανών επιδράσεων του διαλογισμού, βαθμολογώντας την ένταση και τον αντίκτυπό τους στην καθημερινή λειτουργικότητα.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι το 60% ανέφερε τουλάχιστον μία ανεπιθύμητη επίδραση, το 30% δυσάρεστες ή στρεσογόνες εμπειρίες και το 9% λειτουργική εξασθένηση. Οι ερευνητές εντόπισαν επίσης παράγοντες κινδύνου: όσοι είχαν προϋπάρχοντα ψυχολογικά συμπτώματα ή συμμετείχαν σε εντατικά προγράμματα διαλογισμού (όπως πολυήμερες σιωπηλές κατασκηνώσεις) ήταν πιο πιθανό να βιώσουν αρνητικές συνέπειες.
Παρά τα ανησυχητικά στοιχεία, ο Van Dam προειδοποιεί να μην δαιμονοποιηθεί ο διαλογισμός. «Δεν λέμε ότι είναι επικίνδυνος ή ότι πρέπει να τον αποφεύγει κανείς», εξηγεί. «Απλώς χρειάζεται ενημερωμένη συναίνεση, όπως συμβαίνει με κάθε θεραπευτική παρέμβαση». Με άλλα λόγια, όσοι ξεκινούν ή καθοδηγούν διαλογισμό θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η ψυχολογική δυσφορία μπορεί να είναι κομμάτι της διαδικασίας, αλλά όταν γίνεται έντονη και παρεμβαίνει στην καθημερινή ζωή, απαιτεί προσοχή και υποστήριξη.
«Αυτές οι πρακτικές δεν είναι για όλους», καταλήγει ο ερευνητής. «Αν δεν λειτουργούν για κάποιον, δεν σημαίνει ότι κάνει κάτι λάθος· ίσως απλώς δεν ταιριάζουν στη δική του ψυχολογία».
Η μελέτη, μια από τις πιο εκτενείς του είδους της, ανοίγει τη συζήτηση για την ανάγκη μιας πιο ρεαλιστικής και επιστημονικά τεκμηριωμένης προσέγγισης στον διαλογισμό — όχι μόνο ως πηγή γαλήνης, αλλά και ως εμπειρία που απαιτεί επίγνωση, καθοδήγηση και υπευθυνότητα.
