Μυστήρια στον Αργοσαρωνικό: Ο θησαυρός του Μπέκα
Βάλε ζώνη, αφεντικό, πάμε για βουτιά στον πάτο. Ακου πώς έγινε το σκηνικό με τον Ντόκο να σου φύγει το κεφάλι, τόσα χρόνια που ‘χεις μες στη φυλακή. Ελπίζω να μην έχουν βάλει κοριούς. Επισκεπτήριο να σου τύχει, το κέρατό μου…
Τον πήγα στην Επίδαυρο, που λες, αφεντικό. Ξέρεις, εκεί που οι πέτρες έχουν ιστορία και οι φλώροι πάνε για θέατρο. Εκεί κι εγώ. Εγώ κι ο Ντόκος – που μόλις είχε βγει από τη στενή και καταλαβαίνεις. Δεν πήγαμε για θέατρο, φυσικά, πήγαμε για… δουλειά. Να δει και λίγο θάλασσα, να θυμηθεί τι χρώμα έχει το χταπόδι έξω απ’ την κονσέρβα. Και μετά… Του ‘χα τάξει να αρπάξουμε τον θησαυρό του Μπέκα.
Κάτσαμε σε ένα ταβερνάκι δίπλα στο κύμα, βρωμούσε ψαρίλα. Χταπόδια κρεμασμένα, οι μύγες σύννεφο κι ο ήλιος να καίει το τσιμέντο στα πόδια μας. Ο Ντόκος με θέα τη θάλασσα και βαρκούλες να αρμενίζουν. Σκηνικό για καρτ-ποστάλ, αφεντικό. Πίναμε από το μεσημέρι, ούζα αυτός, μπίρες εγώ, σε λίγο θα βράδιαζε. Πλησίαζε η ώρα να κάνουμε τη δουλειά.
Πιο κει μια παρέα από μεθυσμένους φλώρους με τατουάζ, γυμναστήρια και τέτοια, γελάγανε σαν μπούφοι, κάνανε σαματά. Τραγούδαγαν μαζί με τον Πάριο που ακουγόταν από τα ηχεία. Κι ο Ντόκος που είχε πιει τρία καραφάκια ούζο τα είχε πάρει κανονικά.
«Θα πάω να τους ισιώσω!» μου λέει.
«Ασε, μάγκα», του κάνω, «θες να μας πάρουν γραμμή ότι είμαστε μεταμφιεσμένοι; Δεν ψάχνουμε μπελάδες σήμερα».
«Εντάξει» μούγκρισε, αλλά το μάτι του γυάλιζε.
Τον ξέρεις τον Ντόκο. Με ξυρισμένο κεφάλι, ξούρα και το μούτρο. Μα τώρα φορούσε ξανθιά περούκα και μια μουστάκα να. Του ‘χα πει πως δεν πρέπει να μας καταλάβουν, είχε κάμερες παντού. Γι’ αυτό σκάσαμε με κλεμμένο αμάξι – δεν έπρεπε να μας καταλάβουν, αφεντικό. Κι εγώ είχα βάλει μούσια και ψάθινο καπέλο. Αγνώριστος, αφεντικό. Αλλά έκανε μια ρημάδα ζέστη, ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα ως το σώβρακο.
Κι η παρέα των φλώρων που ‘χαν γίνει τύφλα, όλο σαματά. Ο Ντόκος έπινε μονοκοπανιά κι αγρίευε κι άλλο με την πάρτη τους. Εγώ να προσπαθώ να τον κάνω καλά. Δεν ήθελα μάρτυρες, καταλαβαίνεις.
Ενας απ’ αυτούς που πήγαινε για την ανάγκη του μας κόβει με το μάτι, σηκώνει φρύδι.
Τον κράταγα το Ντόκο να μην ορμήσει.
«Αν μας πάρουν γραμμή πως ήρθαμε για τη δουλειά, θα μας ψάχνουν» του κάνω. «Δεν τους ξέρεις τους Μπεκαίους; Εκατό τόσα χρόνια ψάχνουν τον θησαυρό!».
Με είχε ρωτήσει ξανά και πάλι, μα μες στη σούρα του ξαναρώτησε.
«Και πώς έμαθες εσύ πού είναι ο θησαυρός. Τσάτσους στον Αδη έχεις;».
Και του είπα πάλι το ίδιο παραμύθι, αφεντικό.
«Η δικιά μου είναι άσος στο ChatGPT» του είπα, γιατί δεν σκάμπαζε απ’ αυτά. «Το έψαξε, το έβαλε κάτω, βρήκε συντεταγμένες… Οχι σαν εμάς που χτυπάμε τράπεζες και τρέχουμε σαν τρελοί με τους μπάτσους πίσω μας… Αυτή κάνει δουλειές από το σπίτι της».
«Τι λες τώρα;». Με ανοιχτό το στόμα ο Ντόκος.
«Τόσα χρόνια μέσα έχασες πολλά. Ρωτάς το μηχάνημα και σου λέει τα πάντα!». Με κοίταγε σαν χάνος.
«Και για θησαυρούς;» ρωτάει.
«Τα πάντα». Το ‘χαψε ο βλαμμένος.
Του γεμίζω με παγάκια το ποτήρι, του βάζω ούζο και τσουγκρίζω να του θολώσω κι άλλο το μυαλό.
«Για πες για τη δικιά σου» λέει ο Ντόκος.
«Η Μαρία, απάτες ξυράφι. Ησυχα και ωραία και απλά. Αλλάζει φωνή σε μηχάνημα, γίνεται κόρη, γιος, εγγονός, ό,τι της γουστάρει. Παίρνει τηλέφωνο τις μανάδες και τις αρμέγει. Ούτε όπλα, ούτε τίποτα. Αυτή βρήκε πού είναι ο θησαυρός».
«Κι ο Μπέκας;» με ρώτησε ξανά.
«Αυτός ήταν Σουλιώτης, οπλαρχηγός. Μάγκας πρώτος, μπράβος στο πλευρό του Βύρωνα. Στο Μεσολόγγι, ντε. Αρπαξε, λένε, μέρος από το δάνειο των Άγγλων και ήρθε το ‘χώσε κάπου εδώ. Μα η μοίρα δεν τα φέρνει όπως τα θες και σκοτώθηκε στη μάχη του Αναλάτου. Η φάρα του, εντάξει, πήρε χωράφια εδώ γύρω για πληρωμή. Τόσα χρόνια πολεμούσαν για την επανάσταση, πληρώθηκαν με γη, όταν ελευθερώθηκε για τα καλά η Ελλάδα. Αλλά τον θησαυρό… δεν τον βρήκαν».
«Σοβαρά τώρα;» μου κάνει σαν να το άκουσε πρώτη φορά.
«Γι’ αυτό είναι όλοι εδώ οι Μπεκαίοι» του κάνω. «Ταβέρνα, κάμπινγκ, Μπεκαίοι παντού. Ολη η φάρα από το Σούλι εδώ».
«Κι ο θησαυρός;».
«Το ψάχνουν τόσα χρόνια, λέμε… τίποτα».
«Αλλά το ChatGPT τον βρήκε».
«Ακριβώς!».
Και τότε σκάει πάλι η σερβιτόρα και μας διακόπτει. Δαγκώνομαι. Κι ο Ντόκος μαζί. Κοκκινομάλλα, αγαλματένια, ξύπνια. Θα σου πω μετά γι’ αυτήν να καταλάβεις περίπτωση, αφεντικό. Μετά θα σου πω, να μη χαλάσω την ιστορία. Και μαζί πιο κει φτάνει και μια παρέα ηθοποιών. Νιάτα κι ομορφιά, ο κόσμος να χάνεται κι αυτοί τριαλαλό.
«Παίζανε στην Επίδαυρο» λέει η κοκκινομάλλα και κερνά καραφάκι από το μαγαζί.
Ο Ντόκος τής χαμογελά σαν λιγούρι.
«Παίζανε Αντιγόνη, και χτες τα ίδια» κάνει η κοκκινομάλλα και βαρυγκομά. Βαριέται να πάει να σερβίρει είκοσι άτομα τραπέζι.
«Και η Αντιγόνη; Καλή;» ρωτά ο Ντόκος και της κλείνει το μάτι.
«Μια τύπισσα που δεν χαμπάριαζε από νόμους κι έκανε το δικό της» λέει η κοκκινομάλλα. «Εμένα με έφαγε η ταβέρνα, ηθοποιός θα γινόμουν κι εγώ…». Κι έφυγε να πάρει παραγγελία.
«Σαν εμάς η Αντιγόνη» λέει ο Ντόκος και με σκουντά. «Κόντρα στους νόμους, κόντρα σε όλα».
«Περίπου» του κάνω εγώ.
Εν τω μεταξύ, ο Ντόκος να έχει κολλήσει με τον θίασο, να με σκουντάει, να θέλει να τους κεράσουμε.
«Ρε συ… Ολες ωραίες είναι εδώ…». Δεν κρατιόταν.
Ομως μας πρόλαβαν οι φλώροι με τα τατουάζ. Ευτυχώς, να λες. Πλησιάζουν το τραπέζι των κοριτσιών κι αρχίζουν τις βλακείες. Κράτησε ώρα όλα αυτό και σε μια φάση πάνε να αρπαχτούν στα χέρια με τους άντρες της παρέας. Σπρωξιές, φωνές, χαμός. Κάποιος σπάει ένα μπουκάλι και πάει να κόψει το λαιμό του γέροντα. Επαιζε λέει τον Κρέοντα αυτός.
Σηκώνεται ο Ντόκος και πάει να ορμήσει, τον κρατάω από το μπράτσο.
«Ξεκόλλα. Εδώ ήρθαμε για άλλη παράσταση».
Και τότε σκάει η κοκκινομάλλα με το δίκαννο.
«Σκασμός!» φωνάζει, κι όλοι μένουν κόκαλο.
Σκάσανε στο δευτερόλεπτο, σου λέω. Μόνο ο Πάριος συνέχιζε να τραγουδά στα ηχεία, τρεις φορές ο δίσκος στο καπάκι. Και που λες μάζεψαν τα συμπράγκαλα οι φλώροι και πήραν πόδι.
«Μπράβο η δικιά σου» κάνει ο Ντόκος θαμπωμένος.
«Μπέκα θα ‘ναι κι αυτή» του λέω εγώ. «Τον νου σου!».
Για να μη σ’ τα πολυλογώ, αφεντικό, πέρασε η ώρα, φεύγουμε τύφλα από το μεθύσι. Περίμενε η δουλειά. Νύχτωσε, και τα τζιτζίκια σε ξεκούφαιναν ακόμα, κι εμείς μπήκαμε στα καλάμια με φακούς κρατώντας το μηχάνημα ανίχνευσης μετάλλων. Πιο κει κάνα χιλιόμετρο απ’ το μαγαζί, στη ρεματιά. Μες στη λάσπη. Κουνούπια και βρώμα.
«Εδώ… εδώ…» λέω δείχνοντας με τον φακό μες στη νύχτα. «Εδώ σκάψε!».
Ο Ντόκος αρχίζει να σκάβει, να ιδρώνει μες στα αγκάθια και τις ελιές. Σκάβει με τα χέρια, με το φτυάρι, βιάζεται. Κι όσο χώνεται στη γη, τόσο μουσκεύει το κούτελο, λυσσασμένος να βρει τον θησαυρό. Ακουμπάω σε μια ελιά, ανάβω τσιγάρο. Κοιτάζω γύρω, σκοτάδι πίσσα, ψυχή πουθενά.
Κι αφού έσκαψε όσο δεν πήγαινε ο πάτος και δεν έβρισκε τίποτα, τσαντίστηκε:
«Εϊ, είσαι σίγουρος πως είναι εδώ ο θησαυρός του Μπέκα;».
Χαμογελάω, σβήνω το τσιγάρο. Τραβάω πιστόλι. «Ποιον Μπέκα και σαχλαμάρες, βρε καρφί. Εσκαψες τον τάφο σου» του κάνω. Τον κοιτάζω στα μάτια. Ούτε μίσος, ούτε έλεος. Μόνο δουλειά. «Γιατί πρόδωσες το αφεντικό κι είναι μέσα ακόμα».
Ετσι του ‘πα, αφεντικό. Κι η κουφάλα, ανέκφραστος. Ούτε το ματοτσίνορο δεν έπαιξε. Τον φώτιζα με τον φακό, με το πιστόλι στο άλλο χέρι. Το σηκώνω, τον σημαδεύω. Στο μέτωπο. Εκείνος μουγκά. Κουφάλα, λέω από μέσα μου, και πατάω σκανδάλη… Ναι, πάτησα σκανδάλη ξανά και πάλι, μα ήταν τζούφιο, αφεντικό. Μάπα το εργαλείο.
Κι ο Ντόκος βάζει τα γέλια. Μαύρο γέλιο, σαν τη νύχτα που μας είχε ζώσει από παντού.
«Για τόσο βλάκα με έχεις, ρε;» μου λέει. «Δεν έπρεπε να πας για κατούρημα».
Γιατί πήγα για κατούρημα, ο βλαμμένος, πριν φύγουμε απ’ την ταβέρνα, αφεντικό. Ούζα ο Ντόκος, μπίρες εγώ κι είχα το όπλο στον σάκο. Είχε βγάλει τις σφαίρες το τέρας.
Τραβά το πιστόλι του. Χαμογελάει σαν μπάτσος. Σημαδεύει. Με σημαδεύει για τα καλά μες στη νύχτα, κι εγώ… Πάει, πέθανα, είπα…
Αλλά ορμάει μια σκιά από πίσω του και του ρίχνει μια με το φτυάρι στο κεφάλι. Σέκος ο Ντόκος. Τάβλα στο χώμα. Ανάσανα εγώ. Ηταν η Μαρία, αφεντικό, η κοκκινομάλλα γκαρσόνα, η Μαρία που λέγαμε. Η δικιά μου με το ChatGPT. Αυτή μου είχε πει να τον πάω εκεί. Κι ο Ντόκος με τα μούτρα στο λασπωμένο τάφο.
Η Μαρία γελάει και μου πετάει το φτυάρι.
«Ολα καλά, αγάπη;».
Τι να πω; Με είχε σώσει. Είχε κάνει τη δουλειά μια χαρούλα. Τουλάχιστον το θάψιμο έπρεπε να το κάνω εγώ. Μούσκεμα έγινα μες στη νύχτα, διαβολεμένη ζέστη. Με θέρισαν τα κουνούπια, σου λέω, μα πάει, τέλειωσε κι αυτό. Ο Ντόκος ρίζωσε στη γη.
Αναψα τσιγάρο. Εδωσα στη Μαρία ένα φιλί.
Και μη ρωτάς κι εσύ για τον θησαυρό, αφεντικό. Δεν υπάρχει θησαυρός. Μόνο η Μαρία υπάρχει για μένα. Κι ένας τάφος ακόμα, σε έναν τόπο που ξεχνάει όσους χάνονται. Πάει ο Ντόκος. Χαιρέτησε. Αλλος ένας βλάκας λιγότερος.
ΥΓ. Σύμφωνα με τις πηγές, ο λόγος για τον οποίο βρέθηκε η σουλιώτικη φάρα των Μπεκαίων στην Επίδαυρο είναι αληθινός, όμως ο θησαυρός του Μπέκα και τα περί κλοπής του δανείου είναι – δυστυχώς ή ευτυχώς – μυθοπλαστικό εύρημα. Το λέω για να μη ρωτήσεις κι εσύ το ChatGPT λαχταρώντας τον θησαυρό του Μπέκα.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα «ΓΕΝΕΣΙΣ» (εκδ. Ψυχογιός, 2025) έχει ως θέμα την Τεχνητή Νοημοσύνη